Ancient Greek-English Dictionary Language

διαγανάκτησις

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: διαγανάκτησις διαγανάκτησεως

Structure: διαγανακτησι (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. great indignation

Examples

  • τῶν δὲ οὐ μόνον ἡ καθ’ ἡμέραν ὄψισ ἀφῄρει τι τοῦ θάμβουσ, ἀλλὰ καὶ πρὸσ τὰσ ἀπειλὰσ τῶν βαρβάρων καὶ τὸν κόμπον οὐκ ἀνεκτὸν ὄντα θυμὸσ αὐτοῖσ παριστάμενοσ ἐξεθέρμαινε καὶ διέφλεγε τὰσ ψυχάσ, οὐ μόνον ἀγόντων καὶ φερόντων τὰ πέριξ ἅπαντα τῶν πολεμίων, ἀλλὰ καὶ τῷ χάρακι ποιουμένων προσβολὰσ μετὰ πολλῆσ ἀσελγείασ καὶ θρασύτητοσ, ὥστε φωνὰσ καὶ διαγανακτήσεισ τῶν στρατιωτῶν πρὸσ τὸν Μάριον ἐκφέρεσθαι. (Plutarch, Caius Marius, chapter 16 3:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION