헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαφωτίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαφωτίζω διαφωτιῶ

형태분석: δια (접두사) + φωτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to clear completely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφωτίζω

διαφωτίζεις

διαφωτίζει

쌍수 διαφωτίζετον

διαφωτίζετον

복수 διαφωτίζομεν

διαφωτίζετε

διαφωτίζουσιν*

접속법단수 διαφωτίζω

διαφωτίζῃς

διαφωτίζῃ

쌍수 διαφωτίζητον

διαφωτίζητον

복수 διαφωτίζωμεν

διαφωτίζητε

διαφωτίζωσιν*

기원법단수 διαφωτίζοιμι

διαφωτίζοις

διαφωτίζοι

쌍수 διαφωτίζοιτον

διαφωτιζοίτην

복수 διαφωτίζοιμεν

διαφωτίζοιτε

διαφωτίζοιεν

명령법단수 διαφώτιζε

διαφωτιζέτω

쌍수 διαφωτίζετον

διαφωτιζέτων

복수 διαφωτίζετε

διαφωτιζόντων, διαφωτιζέτωσαν

부정사 διαφωτίζειν

분사 남성여성중성
διαφωτιζων

διαφωτιζοντος

διαφωτιζουσα

διαφωτιζουσης

διαφωτιζον

διαφωτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαφωτίζομαι

διαφωτίζει, διαφωτίζῃ

διαφωτίζεται

쌍수 διαφωτίζεσθον

διαφωτίζεσθον

복수 διαφωτιζόμεθα

διαφωτίζεσθε

διαφωτίζονται

접속법단수 διαφωτίζωμαι

διαφωτίζῃ

διαφωτίζηται

쌍수 διαφωτίζησθον

διαφωτίζησθον

복수 διαφωτιζώμεθα

διαφωτίζησθε

διαφωτίζωνται

기원법단수 διαφωτιζοίμην

διαφωτίζοιο

διαφωτίζοιτο

쌍수 διαφωτίζοισθον

διαφωτιζοίσθην

복수 διαφωτιζοίμεθα

διαφωτίζοισθε

διαφωτίζοιντο

명령법단수 διαφωτίζου

διαφωτιζέσθω

쌍수 διαφωτίζεσθον

διαφωτιζέσθων

복수 διαφωτίζεσθε

διαφωτιζέσθων, διαφωτιζέσθωσαν

부정사 διαφωτίζεσθαι

분사 남성여성중성
διαφωτιζομενος

διαφωτιζομενου

διαφωτιζομενη

διαφωτιζομενης

διαφωτιζομενον

διαφωτιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to clear completely

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION