Ancient Greek-English Dictionary Language

διαφιλοτιμέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: διαφιλοτιμέομαι

Structure: δια (Prefix) + φιλοτιμέ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to strive emulously

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαφιλοτιμοῦμαι διαφιλοτιμεῖ, διαφιλοτιμῇ διαφιλοτιμεῖται
Dual διαφιλοτιμεῖσθον διαφιλοτιμεῖσθον
Plural διαφιλοτιμούμεθα διαφιλοτιμεῖσθε διαφιλοτιμοῦνται
SubjunctiveSingular διαφιλοτιμῶμαι διαφιλοτιμῇ διαφιλοτιμῆται
Dual διαφιλοτιμῆσθον διαφιλοτιμῆσθον
Plural διαφιλοτιμώμεθα διαφιλοτιμῆσθε διαφιλοτιμῶνται
OptativeSingular διαφιλοτιμοίμην διαφιλοτιμοῖο διαφιλοτιμοῖτο
Dual διαφιλοτιμοῖσθον διαφιλοτιμοίσθην
Plural διαφιλοτιμοίμεθα διαφιλοτιμοῖσθε διαφιλοτιμοῖντο
ImperativeSingular διαφιλοτιμοῦ διαφιλοτιμείσθω
Dual διαφιλοτιμεῖσθον διαφιλοτιμείσθων
Plural διαφιλοτιμεῖσθε διαφιλοτιμείσθων, διαφιλοτιμείσθωσαν
Infinitive διαφιλοτιμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαφιλοτιμουμενος διαφιλοτιμουμενου διαφιλοτιμουμενη διαφιλοτιμουμενης διαφιλοτιμουμενον διαφιλοτιμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to strive emulously

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION