Ancient Greek-English Dictionary Language

δενδροκοπέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δενδροκοπέω

Structure: δενδροκοπέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ko/ptw

Sense

  1. to cut down trees, vines and fruit-trees, to waste, by cutting down the trees

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δενδροκόπω δενδροκόπεις δενδροκόπει
Dual δενδροκόπειτον δενδροκόπειτον
Plural δενδροκόπουμεν δενδροκόπειτε δενδροκόπουσιν*
SubjunctiveSingular δενδροκόπω δενδροκόπῃς δενδροκόπῃ
Dual δενδροκόπητον δενδροκόπητον
Plural δενδροκόπωμεν δενδροκόπητε δενδροκόπωσιν*
OptativeSingular δενδροκόποιμι δενδροκόποις δενδροκόποι
Dual δενδροκόποιτον δενδροκοποίτην
Plural δενδροκόποιμεν δενδροκόποιτε δενδροκόποιεν
ImperativeSingular δενδροκο͂πει δενδροκοπεῖτω
Dual δενδροκόπειτον δενδροκοπεῖτων
Plural δενδροκόπειτε δενδροκοποῦντων, δενδροκοπεῖτωσαν
Infinitive δενδροκόπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δενδροκοπων δενδροκοπουντος δενδροκοπουσα δενδροκοπουσης δενδροκοπουν δενδροκοπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δενδροκόπουμαι δενδροκόπει, δενδροκόπῃ δενδροκόπειται
Dual δενδροκόπεισθον δενδροκόπεισθον
Plural δενδροκοποῦμεθα δενδροκόπεισθε δενδροκόπουνται
SubjunctiveSingular δενδροκόπωμαι δενδροκόπῃ δενδροκόπηται
Dual δενδροκόπησθον δενδροκόπησθον
Plural δενδροκοπώμεθα δενδροκόπησθε δενδροκόπωνται
OptativeSingular δενδροκοποίμην δενδροκόποιο δενδροκόποιτο
Dual δενδροκόποισθον δενδροκοποίσθην
Plural δενδροκοποίμεθα δενδροκόποισθε δενδροκόποιντο
ImperativeSingular δενδροκόπου δενδροκοπεῖσθω
Dual δενδροκόπεισθον δενδροκοπεῖσθων
Plural δενδροκόπεισθε δενδροκοπεῖσθων, δενδροκοπεῖσθωσαν
Infinitive δενδροκόπεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δενδροκοπουμενος δενδροκοπουμενου δενδροκοπουμενη δενδροκοπουμενης δενδροκοπουμενον δενδροκοπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to cut down trees

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION