Ancient Greek-English Dictionary Language

δενδρήεις

First/Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δενδρήεις

Structure: δενδρηεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: de/ndron

Sense

  1. woody

Examples

  • ὃ δ’ ἄλλην γαῖαν ἀφίξεται, ἥ κεν ἅδῃ οἱ, τεύξασθαι νηόν τε καὶ ἄλσεα δενδρήεντα· (Anonymous, Homeric Hymns, , part 5:7)
  • ἀλλ’ εἴ μοι τλαίησ γε, θεά, μέγαν ὁρ́κον ὀμόσσαι, ἐνθάδε μιν πρῶτον τεύξειν περικαλλέα νηὸν ἔμμεναι ἀνθρώπων χρηστήριον, αὐτὰρ ἔπειτα [1τεύξασθαι νηούσ τε καὶ ἄλσεα δενδρηέντα ]1 πάντασ ἐπ’ ἀνθρώπουσ, ἐπεὶ ἦ πολυώνυμοσ ἔσται. (Anonymous, Homeric Hymns, , part 5:9)
  • πολλοί τοι νηοί τε καὶ ἄλσεα δενδρήεντα· (Anonymous, Homeric Hymns, , part 15:2)
  • τό τοι οὐχ ἅδε θυμῷ τεύξασθαι νηόν τε καὶ ἄλσεα δενδρήεντα. (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 3:11)
  • τόθι τοι ἅδε χῶροσ ἀπήμων τεύξασθαι νηόν τε καὶ ἄλσεα δενδρήεντα· (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 7:2)

Synonyms

  1. woody

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION