헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεινοπαθέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεινοπαθέω

형태분석: δεινοπαθέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: paqei=n

  1. to complain loudly of sufferings

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δεινοπάθω

δεινοπάθεις

δεινοπάθει

쌍수 δεινοπάθειτον

δεινοπάθειτον

복수 δεινοπάθουμεν

δεινοπάθειτε

δεινοπάθουσιν*

접속법단수 δεινοπάθω

δεινοπάθῃς

δεινοπάθῃ

쌍수 δεινοπάθητον

δεινοπάθητον

복수 δεινοπάθωμεν

δεινοπάθητε

δεινοπάθωσιν*

기원법단수 δεινοπάθοιμι

δεινοπάθοις

δεινοπάθοι

쌍수 δεινοπάθοιτον

δεινοπαθοίτην

복수 δεινοπάθοιμεν

δεινοπάθοιτε

δεινοπάθοιεν

명령법단수 δεινοπᾶθει

δεινοπαθεῖτω

쌍수 δεινοπάθειτον

δεινοπαθεῖτων

복수 δεινοπάθειτε

δεινοπαθοῦντων, δεινοπαθεῖτωσαν

부정사 δεινοπάθειν

분사 남성여성중성
δεινοπαθων

δεινοπαθουντος

δεινοπαθουσα

δεινοπαθουσης

δεινοπαθουν

δεινοπαθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δεινοπάθουμαι

δεινοπάθει, δεινοπάθῃ

δεινοπάθειται

쌍수 δεινοπάθεισθον

δεινοπάθεισθον

복수 δεινοπαθοῦμεθα

δεινοπάθεισθε

δεινοπάθουνται

접속법단수 δεινοπάθωμαι

δεινοπάθῃ

δεινοπάθηται

쌍수 δεινοπάθησθον

δεινοπάθησθον

복수 δεινοπαθώμεθα

δεινοπάθησθε

δεινοπάθωνται

기원법단수 δεινοπαθοίμην

δεινοπάθοιο

δεινοπάθοιτο

쌍수 δεινοπάθοισθον

δεινοπαθοίσθην

복수 δεινοπαθοίμεθα

δεινοπάθοισθε

δεινοπάθοιντο

명령법단수 δεινοπάθου

δεινοπαθεῖσθω

쌍수 δεινοπάθεισθον

δεινοπαθεῖσθων

복수 δεινοπάθεισθε

δεινοπαθεῖσθων, δεινοπαθεῖσθωσαν

부정사 δεινοπάθεισθαι

분사 남성여성중성
δεινοπαθουμενος

δεινοπαθουμενου

δεινοπαθουμενη

δεινοπαθουμενης

δεινοπαθουμενον

δεινοπαθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to complain loudly of sufferings

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION