헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δασύτης

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δασύτης δασύτητος

형태분석: δασυτητ (어간) + ς (어미)

  1. 거침, 털, 까칠함
  1. roughness, hairiness
  2. (grammar) aspiration

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δασύτης

거침이

δασύτητε

거침들이

δασύτητες

거침들이

속격 δασύτητος

거침의

δασυτήτοιν

거침들의

δασυτήτων

거침들의

여격 δασύτητι

거침에게

δασυτήτοιν

거침들에게

δασύτησιν*

거침들에게

대격 δασύτητα

거침을

δασύτητε

거침들을

δασύτητας

거침들을

호격 δασύτη

거침아

δασύτητε

거침들아

δασύτητες

거침들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δ’ εὐτρεπὲσ ἦν τὸ δεῖπνον, ἐρίφου δέρματι τὸν βραχίονα περιβαλών, ἵνα πιστεύοιτο παρὰ τῷ πατρὶ διὰ τὴν δασύτητα Ἡσαῦσ εἶναι, τὰ γὰρ ἄλλα πάντ’ ὢν ὅμοιοσ διὰ τὸ εἶναι δίδυμοσ τούτῳ μόνῳ διέφερε, καὶ φοβηθεὶσ μὴ πρὶν γενέσθαι τὰσ εὐχὰσ εὑρεθεὶσ κακουργῶν εἰσ τοὐναντίον παροξύνῃ τὸν πατέρα ποιήσασθαι ταύτασ, προσέφερε τῷ πατρὶ τὸ δεῖπνον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 354:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 354:1)

유의어

  1. 거침

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION