헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δασμολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δασμολογέω

형태분석: δασμολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to collect as tribute, exact tribute from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δασμολόγω

δασμολόγεις

δασμολόγει

쌍수 δασμολόγειτον

δασμολόγειτον

복수 δασμολόγουμεν

δασμολόγειτε

δασμολόγουσιν*

접속법단수 δασμολόγω

δασμολόγῃς

δασμολόγῃ

쌍수 δασμολόγητον

δασμολόγητον

복수 δασμολόγωμεν

δασμολόγητε

δασμολόγωσιν*

기원법단수 δασμολόγοιμι

δασμολόγοις

δασμολόγοι

쌍수 δασμολόγοιτον

δασμολογοίτην

복수 δασμολόγοιμεν

δασμολόγοιτε

δασμολόγοιεν

명령법단수 δασμολο͂γει

δασμολογεῖτω

쌍수 δασμολόγειτον

δασμολογεῖτων

복수 δασμολόγειτε

δασμολογοῦντων, δασμολογεῖτωσαν

부정사 δασμολόγειν

분사 남성여성중성
δασμολογων

δασμολογουντος

δασμολογουσα

δασμολογουσης

δασμολογουν

δασμολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δασμολόγουμαι

δασμολόγει, δασμολόγῃ

δασμολόγειται

쌍수 δασμολόγεισθον

δασμολόγεισθον

복수 δασμολογοῦμεθα

δασμολόγεισθε

δασμολόγουνται

접속법단수 δασμολόγωμαι

δασμολόγῃ

δασμολόγηται

쌍수 δασμολόγησθον

δασμολόγησθον

복수 δασμολογώμεθα

δασμολόγησθε

δασμολόγωνται

기원법단수 δασμολογοίμην

δασμολόγοιο

δασμολόγοιτο

쌍수 δασμολόγοισθον

δασμολογοίσθην

복수 δασμολογοίμεθα

δασμολόγοισθε

δασμολόγοιντο

명령법단수 δασμολόγου

δασμολογεῖσθω

쌍수 δασμολόγεισθον

δασμολογεῖσθων

복수 δασμολόγεισθε

δασμολογεῖσθων, δασμολογεῖσθωσαν

부정사 δασμολόγεισθαι

분사 남성여성중성
δασμολογουμενος

δασμολογουμενου

δασμολογουμενη

δασμολογουμενης

δασμολογουμενον

δασμολογουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION