고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: δακτυλότριπτος δακτυλότριπτη δακτυλότριπτον
Structure: δακτυλοτριπτ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | δακτυλότριπτος | δακτυλότρίπτη | δακτυλότριπτον |
Genitive | δακτυλοτρίπτου | δακτυλότρίπτης | δακτυλοτρίπτου | |
Dative | δακτυλοτρίπτῳ | δακτυλότρίπτῃ | δακτυλοτρίπτῳ | |
Accusative | δακτυλότριπτον | δακτυλότρίπτην | δακτυλότριπτον | |
Vocative | δακτυλότριπτε | δακτυλότρίπτη | δακτυλότριπτον | |
Dual | N/A/V | δακτυλοτρίπτω | δακτυλότρίπτᾱ | δακτυλοτρίπτω |
G/D | δακτυλοτρίπτοιν | δακτυλότρίπταιν | δακτυλοτρίπτοιν | |
Plural | Nominative | δακτυλότριπτοι | δακτυλό́τριπται | δακτυλότριπτα |
Genitive | δακτυλοτρίπτων | δακτυλότριπτῶν | δακτυλοτρίπτων | |
Dative | δακτυλοτρίπτοις | δακτυλότρίπταις | δακτυλοτρίπτοις | |
Accusative | δακτυλοτρίπτους | δακτυλότρίπτᾱς | δακτυλότριπτα | |
Vocative | δακτυλότριπτοι | δακτυλό́τριπται | δακτυλότριπτα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | δακτυλότριπτος δακτυλοτρίπτου | δακτυλοτριπτότερος δακτυλοτριπτοτέρου | δακτυλοτριπτότατος δακτυλοτριπτοτάτου |
Adverb | δακτυλοτρίπτως | δακτυλοτριπτότερον | δακτυλοτριπτότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기