헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξυλοκοπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξυλοκοπέω

형태분석: ξυλοκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to beat with a stick, cudgel

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξυλοκόπω

ξυλοκόπεις

ξυλοκόπει

쌍수 ξυλοκόπειτον

ξυλοκόπειτον

복수 ξυλοκόπουμεν

ξυλοκόπειτε

ξυλοκόπουσιν*

접속법단수 ξυλοκόπω

ξυλοκόπῃς

ξυλοκόπῃ

쌍수 ξυλοκόπητον

ξυλοκόπητον

복수 ξυλοκόπωμεν

ξυλοκόπητε

ξυλοκόπωσιν*

기원법단수 ξυλοκόποιμι

ξυλοκόποις

ξυλοκόποι

쌍수 ξυλοκόποιτον

ξυλοκοποίτην

복수 ξυλοκόποιμεν

ξυλοκόποιτε

ξυλοκόποιεν

명령법단수 ξυλοκο͂πει

ξυλοκοπεῖτω

쌍수 ξυλοκόπειτον

ξυλοκοπεῖτων

복수 ξυλοκόπειτε

ξυλοκοποῦντων, ξυλοκοπεῖτωσαν

부정사 ξυλοκόπειν

분사 남성여성중성
ξυλοκοπων

ξυλοκοπουντος

ξυλοκοπουσα

ξυλοκοπουσης

ξυλοκοπουν

ξυλοκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξυλοκόπουμαι

ξυλοκόπει, ξυλοκόπῃ

ξυλοκόπειται

쌍수 ξυλοκόπεισθον

ξυλοκόπεισθον

복수 ξυλοκοποῦμεθα

ξυλοκόπεισθε

ξυλοκόπουνται

접속법단수 ξυλοκόπωμαι

ξυλοκόπῃ

ξυλοκόπηται

쌍수 ξυλοκόπησθον

ξυλοκόπησθον

복수 ξυλοκοπώμεθα

ξυλοκόπησθε

ξυλοκόπωνται

기원법단수 ξυλοκοποίμην

ξυλοκόποιο

ξυλοκόποιτο

쌍수 ξυλοκόποισθον

ξυλοκοποίσθην

복수 ξυλοκοποίμεθα

ξυλοκόποισθε

ξυλοκόποιντο

명령법단수 ξυλοκόπου

ξυλοκοπεῖσθω

쌍수 ξυλοκόπεισθον

ξυλοκοπεῖσθων

복수 ξυλοκόπεισθε

ξυλοκοπεῖσθων, ξυλοκοπεῖσθωσαν

부정사 ξυλοκόπεισθαι

분사 남성여성중성
ξυλοκοπουμενος

ξυλοκοπουμενου

ξυλοκοπουμενη

ξυλοκοπουμενης

ξυλοκοπουμενον

ξυλοκοπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to beat with a stick

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION