Ancient Greek-English Dictionary Language

ξενοκτόνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ξενοκτόνος ξενοκτόνος ξενοκτόνον

Structure: ξενοκτον (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ktei/nw

Sense

  1. slaying guests or strangers

Examples

  • Ταῦτα μέντοι τὰ τέκνα, ἡ ξενοκτόνοσ καὶ ὁ ψευδόμαντισ, οἶδα, ὅπωσ λυπεῖ σε ὁρώμενα ἐν τοῖσ θεοῖσ, καὶ μάλιστα ὁπόταν ἡ μὲν ἐπαινῆται ἐσ τὸ κάλλοσ, ὁ δὲ κιθαρίζῃ ἐν τῷ συμποσίῳ θαυμαζόμενοσ ὑφ̓ ἁπάντων. (Lucian, Dialogi deorum, 3:1)
  • καὶ περὶ τούτων ἐν ἅπασιν Ἀθηναίοισ ἐξελεγχθεὶσ ὑπ’ ἐμοῦ καὶ κληθεὶσ ξενοκτόνοσ, οὐ τὸ ἀσέβημα ἠρνήσω, ἀλλ’ ἀπεκρίνω ἐφ’ ᾧ ἀνεβόησεν ὁ δῆμοσ καὶ ὅσοι ξένοι περιέστασαν τὴν ἐκκλησίαν· (Aeschines, Speeches, , section 2242)

Synonyms

  1. slaying guests or strangers

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION