Ancient Greek-English Dictionary Language

ξενοκτόνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ξενοκτόνος ξενοκτόνος ξενοκτόνον

Structure: ξενοκτον (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ktei/nw

Sense

  1. slaying guests or strangers

Examples

  • μόνοσ λελεῖφθαι στῦλοσ εἷσ ἔδοξέ μοι δόμων πατρῴων, ἐκ δ’ ἐπικράνων κόμασ ξανθὰσ καθεῖναι, φθέγμα δ’ ἀνθρώπου λαβεῖν, κἀγὼ τέχνην τήνδ’ ἣν ἔχω ξενοκτόνον τιμῶσ’ ὑδραίνειν αὐτὸν ὡσ θανούμενον, κλαίουσα. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 3:3)
  • μετ’ ὀλίγον δὲ τῆσ αἰτίασ ψευδοῦσ φανείσησ, οἱ μὲν ἄλλοι συνήχθοντο τῷ Μετέλλῳ βαρέωσ φέροντι, Μάριοσ δὲ χαίρων καὶ ποιούμενοσ ἴδιον τὸ ἔργον οὐκ ᾐσχύνετο λέγειν περιιών ὡσ αὑτὸσ εἰή προστετριμμένοσ ἀλάστορα τῷ Μετέλλῳ ξενοκτόνον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 8 2:2)

Synonyms

  1. slaying guests or strangers

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION