헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξενοκτονέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξενοκτονέω

형태분석: ξενοκτονέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from cenokto/nos

  1. to slay guests or strangers
  2. to slay one's host

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοκτονῶ

ξενοκτονεῖς

ξενοκτονεῖ

쌍수 ξενοκτονεῖτον

ξενοκτονεῖτον

복수 ξενοκτονοῦμεν

ξενοκτονεῖτε

ξενοκτονοῦσιν*

접속법단수 ξενοκτονῶ

ξενοκτονῇς

ξενοκτονῇ

쌍수 ξενοκτονῆτον

ξενοκτονῆτον

복수 ξενοκτονῶμεν

ξενοκτονῆτε

ξενοκτονῶσιν*

기원법단수 ξενοκτονοῖμι

ξενοκτονοῖς

ξενοκτονοῖ

쌍수 ξενοκτονοῖτον

ξενοκτονοίτην

복수 ξενοκτονοῖμεν

ξενοκτονοῖτε

ξενοκτονοῖεν

명령법단수 ξενοκτόνει

ξενοκτονείτω

쌍수 ξενοκτονεῖτον

ξενοκτονείτων

복수 ξενοκτονεῖτε

ξενοκτονούντων, ξενοκτονείτωσαν

부정사 ξενοκτονεῖν

분사 남성여성중성
ξενοκτονων

ξενοκτονουντος

ξενοκτονουσα

ξενοκτονουσης

ξενοκτονουν

ξενοκτονουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοκτονοῦμαι

ξενοκτονεῖ, ξενοκτονῇ

ξενοκτονεῖται

쌍수 ξενοκτονεῖσθον

ξενοκτονεῖσθον

복수 ξενοκτονούμεθα

ξενοκτονεῖσθε

ξενοκτονοῦνται

접속법단수 ξενοκτονῶμαι

ξενοκτονῇ

ξενοκτονῆται

쌍수 ξενοκτονῆσθον

ξενοκτονῆσθον

복수 ξενοκτονώμεθα

ξενοκτονῆσθε

ξενοκτονῶνται

기원법단수 ξενοκτονοίμην

ξενοκτονοῖο

ξενοκτονοῖτο

쌍수 ξενοκτονοῖσθον

ξενοκτονοίσθην

복수 ξενοκτονοίμεθα

ξενοκτονοῖσθε

ξενοκτονοῖντο

명령법단수 ξενοκτονοῦ

ξενοκτονείσθω

쌍수 ξενοκτονεῖσθον

ξενοκτονείσθων

복수 ξενοκτονεῖσθε

ξενοκτονείσθων, ξενοκτονείσθωσαν

부정사 ξενοκτονεῖσθαι

분사 남성여성중성
ξενοκτονουμενος

ξενοκτονουμενου

ξενοκτονουμενη

ξενοκτονουμενης

ξενοκτονουμενον

ξενοκτονουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀλλὰ οὗτοσ μὲν ὁ χωλὸσ ὅμωσ χρήσιμόσ γε ἐστι τεχνίτησ ὢν ἄριστοσ καὶ κατακεκόσμηκεν ἡμῖν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν Ἀφροδίτην ἔγημε καὶ σπουδάζεται πρὸσ αὐτῆσ, οἱ δὲ σοὶ παῖδεσ ἡ μὲν αὐτῶν ἀρρενικὴ πέρα τοῦ μετρίου καὶ ὄρειοσ, καὶ τὸ τελευταῖον ἐσ τὴν Σκυθίαν ἀπελθοῦσα πάντεσ ἴσασιν οἱᾶ ἐσθίει ξενοκτονοῦσα καὶ μιμουμένη τοὺσ Σκύθασ αὐτοὺσ ἀνθρωποφάγουσ ὄντασ· (Lucian, Dialogi deorum, 1:3)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:3)

유의어

  1. to slay guests or strangers

  2. to slay one's host

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION