Ancient Greek-English Dictionary Language

βρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βρίζω

Structure: βρίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: briqu/s

Sense

  1. to be sleepy, to slumber, nod

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρίζω βρίζεις βρίζει
Dual βρίζετον βρίζετον
Plural βρίζομεν βρίζετε βρίζουσιν*
SubjunctiveSingular βρίζω βρίζῃς βρίζῃ
Dual βρίζητον βρίζητον
Plural βρίζωμεν βρίζητε βρίζωσιν*
OptativeSingular βρίζοιμι βρίζοις βρίζοι
Dual βρίζοιτον βριζοίτην
Plural βρίζοιμεν βρίζοιτε βρίζοιεν
ImperativeSingular βρίζε βριζέτω
Dual βρίζετον βριζέτων
Plural βρίζετε βριζόντων, βριζέτωσαν
Infinitive βρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βριζων βριζοντος βριζουσα βριζουσης βριζον βριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρίζομαι βρίζει, βρίζῃ βρίζεται
Dual βρίζεσθον βρίζεσθον
Plural βριζόμεθα βρίζεσθε βρίζονται
SubjunctiveSingular βρίζωμαι βρίζῃ βρίζηται
Dual βρίζησθον βρίζησθον
Plural βριζώμεθα βρίζησθε βρίζωνται
OptativeSingular βριζοίμην βρίζοιο βρίζοιτο
Dual βρίζοισθον βριζοίσθην
Plural βριζοίμεθα βρίζοισθε βρίζοιντο
ImperativeSingular βρίζου βριζέσθω
Dual βρίζεσθον βριζέσθων
Plural βρίζεσθε βριζέσθων, βριζέσθωσαν
Infinitive βρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βριζομενος βριζομενου βριζομενη βριζομενης βριζομενον βριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be sleepy

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION