- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

βρεφοω?

ο-contract Verb; Transliteration: brephoō

Principal Part: βρεφοω

Structure: βρεφό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. form into a foetus, engender

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρέφω βρέφοις βρέφοι
Dual βρέφουτον βρέφουτον
Plural βρέφουμεν βρέφουτε βρέφουσι(ν)
SubjunctiveSingular βρέφω βρέφοις βρέφοι
Dual βρέφωτον βρέφωτον
Plural βρέφωμεν βρέφωτε βρέφωσι(ν)
OptativeSingular βρέφοιμι βρέφοις βρέφοι
Dual βρέφοιτον βρεφοίτην
Plural βρέφοιμεν βρέφοιτε βρέφοιεν
ImperativeSingular βρε῀φου βρεφοῦτω
Dual βρέφουτον βρεφοῦτων
Plural βρέφουτε βρεφοῦντων, βρεφοῦτωσαν
Infinitive βρέφουν
Participle MasculineFeminineNeuter
βρεφων βρεφουντος βρεφουσα βρεφουσης βρεφουν βρεφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρέφουμαι βρέφοι βρέφουται
Dual βρέφουσθον βρέφουσθον
Plural βρεφοῦμεθα βρέφουσθε βρέφουνται
SubjunctiveSingular βρέφωμαι βρέφοι βρέφωται
Dual βρέφωσθον βρέφωσθον
Plural βρεφώμεθα βρέφωσθε βρέφωνται
OptativeSingular βρεφοίμην βρέφοιο βρέφοιτο
Dual βρέφοισθον βρεφοίσθην
Plural βρεφοίμεθα βρέφοισθε βρέφοιντο
ImperativeSingular βρέφου βρεφοῦσθω
Dual βρέφουσθον βρεφοῦσθων
Plural βρέφουσθε βρεφοῦσθων, βρεφοῦσθωσαν
Infinitive βρέφουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βρεφουμενος βρεφουμενου βρεφουμενη βρεφουμενης βρεφουμενον βρεφουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION