Ancient Greek-English Dictionary Language

βουνοειδής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: βουνοειδής βουνοειδές

Structure: βουνοειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. hilly

Examples

  • οὐ μὴν ἀλλὰ Κίμων ἑλὼν τὴν νῆσον, ὡσ ἐν τοῖσ περὶ ἐκείνου γέγραπται, καὶ φιλοτιμούμενοσ ἐξανευρεῖν, ἀετοῦ τινα τόπον βουνοειδῆ κόπτοντοσ, ὥσ φασι, τῷ στόματι καὶ διαστέλλοντοσ τοῖσ ὄνυξι θείᾳ τινὶ τύχῃ συμφρονήσασ ἀνέσκαψεν. (Plutarch, chapter 36 1:3)

Synonyms

  1. hilly

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION