헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουνοβατέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βουνοβατέω

형태분석: βουνοβατέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: bai/nw

  1. to walk the hills

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουνοβάτω

βουνοβάτεις

βουνοβάτει

쌍수 βουνοβάτειτον

βουνοβάτειτον

복수 βουνοβάτουμεν

βουνοβάτειτε

βουνοβάτουσιν*

접속법단수 βουνοβάτω

βουνοβάτῃς

βουνοβάτῃ

쌍수 βουνοβάτητον

βουνοβάτητον

복수 βουνοβάτωμεν

βουνοβάτητε

βουνοβάτωσιν*

기원법단수 βουνοβάτοιμι

βουνοβάτοις

βουνοβάτοι

쌍수 βουνοβάτοιτον

βουνοβατοίτην

복수 βουνοβάτοιμεν

βουνοβάτοιτε

βουνοβάτοιεν

명령법단수 βουνοβᾶτει

βουνοβατεῖτω

쌍수 βουνοβάτειτον

βουνοβατεῖτων

복수 βουνοβάτειτε

βουνοβατοῦντων, βουνοβατεῖτωσαν

부정사 βουνοβάτειν

분사 남성여성중성
βουνοβατων

βουνοβατουντος

βουνοβατουσα

βουνοβατουσης

βουνοβατουν

βουνοβατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουνοβάτουμαι

βουνοβάτει, βουνοβάτῃ

βουνοβάτειται

쌍수 βουνοβάτεισθον

βουνοβάτεισθον

복수 βουνοβατοῦμεθα

βουνοβάτεισθε

βουνοβάτουνται

접속법단수 βουνοβάτωμαι

βουνοβάτῃ

βουνοβάτηται

쌍수 βουνοβάτησθον

βουνοβάτησθον

복수 βουνοβατώμεθα

βουνοβάτησθε

βουνοβάτωνται

기원법단수 βουνοβατοίμην

βουνοβάτοιο

βουνοβάτοιτο

쌍수 βουνοβάτοισθον

βουνοβατοίσθην

복수 βουνοβατοίμεθα

βουνοβάτοισθε

βουνοβάτοιντο

명령법단수 βουνοβάτου

βουνοβατεῖσθω

쌍수 βουνοβάτεισθον

βουνοβατεῖσθων

복수 βουνοβάτεισθε

βουνοβατεῖσθων, βουνοβατεῖσθωσαν

부정사 βουνοβάτεισθαι

분사 남성여성중성
βουνοβατουμενος

βουνοβατουμενου

βουνοβατουμενη

βουνοβατουμενης

βουνοβατουμενον

βουνοβατουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION