Ancient Greek-English Dictionary Language

βουβωνιάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: βουβωνιάω

Structure: βουβωνιά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from bou/bwn

Sense

  1. to suffer from swellings in the groin

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βουβωνίω βουβωνίᾳς βουβωνίᾳ
Dual βουβωνίᾱτον βουβωνίᾱτον
Plural βουβωνίωμεν βουβωνίᾱτε βουβωνίωσιν*
SubjunctiveSingular βουβωνίω βουβωνίῃς βουβωνίῃ
Dual βουβωνίητον βουβωνίητον
Plural βουβωνίωμεν βουβωνίητε βουβωνίωσιν*
OptativeSingular βουβωνίῳμι βουβωνίῳς βουβωνίῳ
Dual βουβωνίῳτον βουβωνιῷτην
Plural βουβωνίῳμεν βουβωνίῳτε βουβωνίῳεν
ImperativeSingular βουβωνῖᾱ βουβωνιᾶτω
Dual βουβωνίᾱτον βουβωνιᾶτων
Plural βουβωνίᾱτε βουβωνιῶντων, βουβωνιᾶτωσαν
Infinitive βουβωνίᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
βουβωνιων βουβωνιωντος βουβωνιωσα βουβωνιωσης βουβωνιων βουβωνιωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βουβωνίωμαι βουβωνίᾳ βουβωνίᾱται
Dual βουβωνίᾱσθον βουβωνίᾱσθον
Plural βουβωνιῶμεθα βουβωνίᾱσθε βουβωνίωνται
SubjunctiveSingular βουβωνίωμαι βουβωνίῃ βουβωνίηται
Dual βουβωνίησθον βουβωνίησθον
Plural βουβωνιώμεθα βουβωνίησθε βουβωνίωνται
OptativeSingular βουβωνιῷμην βουβωνίῳο βουβωνίῳτο
Dual βουβωνίῳσθον βουβωνιῷσθην
Plural βουβωνιῷμεθα βουβωνίῳσθε βουβωνίῳντο
ImperativeSingular βουβωνίω βουβωνιᾶσθω
Dual βουβωνίᾱσθον βουβωνιᾶσθων
Plural βουβωνίᾱσθε βουβωνιᾶσθων, βουβωνιᾶσθωσαν
Infinitive βουβωνίᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βουβωνιωμενος βουβωνιωμενου βουβωνιωμενη βουβωνιωμενης βουβωνιωμενον βουβωνιωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION