Ancient Greek-English Dictionary Language

βοτρυώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: βοτρυώδης βοτρυώδες

Structure: βοτρυωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like a bunch of grapes

Examples

  • ἀμπέλου δέ νιν πέριξ ἐγὼ ’κάλυψα βοτρυώδει χλόῃ. (Euripides, episode 1:5)
  • ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη Διονύσου χάριν οἴνασ, ἔτι σοι τοῦ Βρομίου μελήσει. (Euripides, choral, strophe 17)
  • "ὃ δὴ βοτρυώδη τὸν καρπὸν ἀφίησι λευκόφαιον ὄντα καὶ μακρόν, παρεμφερῆ τοῖσ δακρύοισ ἃ δὴ ῥαγῶν τρόπον ἀλλήλοισ ἐπιβάλλει, τὰ δ’ ἔνδον ἔγχλωρον καὶ τοῦ κωνίου τῶν στροβίλων ἧττον μὲν εὔχυμον, εὐώδη δὲ μᾶλλον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 619)
  • τὰ μὲν γὰρ πάντῃ τοὺσ ῥάδικασ ἔχει περικεχυμένουσ, καὶ κατὰ μέσον ἔκ τινοσ περιρραγέντοσ φλοιοῦ βοτρυώδη καρπὸν ἀνίησι, τὰ δὲ ἐφ’ ἓν μέροσ ἔχοντα κεκλιμένασ τὰσ ἐπὶ τῆσ κορυφῆσ κόμασ σχηματισμὸν ἀποτελεῖ λαμπάδοσ ἀπαιθυσσομένησ, ἔνια δ’ ἐπ’ ἀμφότερα τὰ μέρη περικλώμενα καὶ διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα γραφικὴν ἀποτελεῖ τὴν πρόσοψιν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 53 7:2)

Synonyms

  1. like a bunch of grapes

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION