헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βολίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βολίζω

형태분석: βολίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: From boli/s

  1. to heave the lead, take soundings

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βολίζω

βολίζεις

βολίζει

쌍수 βολίζετον

βολίζετον

복수 βολίζομεν

βολίζετε

βολίζουσιν*

접속법단수 βολίζω

βολίζῃς

βολίζῃ

쌍수 βολίζητον

βολίζητον

복수 βολίζωμεν

βολίζητε

βολίζωσιν*

기원법단수 βολίζοιμι

βολίζοις

βολίζοι

쌍수 βολίζοιτον

βολιζοίτην

복수 βολίζοιμεν

βολίζοιτε

βολίζοιεν

명령법단수 βόλιζε

βολιζέτω

쌍수 βολίζετον

βολιζέτων

복수 βολίζετε

βολιζόντων, βολιζέτωσαν

부정사 βολίζειν

분사 남성여성중성
βολιζων

βολιζοντος

βολιζουσα

βολιζουσης

βολιζον

βολιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βολίζομαι

βολίζει, βολίζῃ

βολίζεται

쌍수 βολίζεσθον

βολίζεσθον

복수 βολιζόμεθα

βολίζεσθε

βολίζονται

접속법단수 βολίζωμαι

βολίζῃ

βολίζηται

쌍수 βολίζησθον

βολίζησθον

복수 βολιζώμεθα

βολίζησθε

βολίζωνται

기원법단수 βολιζοίμην

βολίζοιο

βολίζοιτο

쌍수 βολίζοισθον

βολιζοίσθην

복수 βολιζοίμεθα

βολίζοισθε

βολίζοιντο

명령법단수 βολίζου

βολιζέσθω

쌍수 βολίζεσθον

βολιζέσθων

복수 βολίζεσθε

βολιζέσθων, βολιζέσθωσαν

부정사 βολίζεσθαι

분사 남성여성중성
βολιζομενος

βολιζομενου

βολιζομενη

βολιζομενης

βολιζομενον

βολιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to heave the lead

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION