헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαρύτονος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βαρύτονος βαρύτονος βαρύτονον

형태분석: βαρυτον (어간) + ος (어미)

  1. 꿰뚫는, 관통하는
  1. sharp-sounding, piercing, (grammar) (of words) not having the acute accent

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 βαρύτονος

꿰뚫는 (이)가

βαρύτονον

꿰뚫는 (것)가

속격 βαρυτόνου

꿰뚫는 (이)의

βαρυτόνου

꿰뚫는 (것)의

여격 βαρυτόνῳ

꿰뚫는 (이)에게

βαρυτόνῳ

꿰뚫는 (것)에게

대격 βαρύτονον

꿰뚫는 (이)를

βαρύτονον

꿰뚫는 (것)를

호격 βαρύτονε

꿰뚫는 (이)야

βαρύτονον

꿰뚫는 (것)야

쌍수주/대/호 βαρυτόνω

꿰뚫는 (이)들이

βαρυτόνω

꿰뚫는 (것)들이

속/여 βαρυτόνοιν

꿰뚫는 (이)들의

βαρυτόνοιν

꿰뚫는 (것)들의

복수주격 βαρύτονοι

꿰뚫는 (이)들이

βαρύτονα

꿰뚫는 (것)들이

속격 βαρυτόνων

꿰뚫는 (이)들의

βαρυτόνων

꿰뚫는 (것)들의

여격 βαρυτόνοις

꿰뚫는 (이)들에게

βαρυτόνοις

꿰뚫는 (것)들에게

대격 βαρυτόνους

꿰뚫는 (이)들을

βαρύτονα

꿰뚫는 (것)들을

호격 βαρύτονοι

꿰뚫는 (이)들아

βαρύτονα

꿰뚫는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καθόλου ἐπὶ τῶν εἰσ ξ ληγόντων ὀνομάτων ἐζήτηται τί δή ποτε τῷ αὐτῷ οὐ χρῶνται ἐπὶ γενικῆσ συμφώνῳ τῆσ τελευταίασ συλλαβῆσ τυπωτικῷ λέγω δὲ ὄνυξ καὶ ὄρτυξ, τὰ δὲ εἰσ ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισσύλλαβα ὅταν τῷ ῡ παρεδρεύηται, ἔχῃ δὲ τῆσ τελευταίασ συλλαβῆσ ἄρχον ἕν τι τῶν ἀμεταβόλων ἢ δι’ ὧν ἡ πρώτη συζυγία τῶν βαρυτόνων λέγεται, διὰ τοῦ κ ἐπὶ γενικῆσ κλίνεται, κήρυκοσ, πέλυκοσ, Ἔρυκοσ, Βέβρυκοσ, ὅσα δὲ μὴ τοῦτον ἔχει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

  • ἔχει γὰρ κεφαλὴν κούφην, μικράν, κατωφερῆ, στενὴν ἐκ τοῦ πρόσθεν, <ὦτα ὑψηλά,> τράχηλον λεπτόν, περιφερῆ, οὐ σκληρόν, μῆκοσ ἱκανόν, ὠμοπλάτασ ὀρθάσ, ἀσυνδέτουσ ἄνωθεν, σκέλη τὰ ἐπ’ αὐτῶν ἐλαφρά, σύγκωλα, στῆθοσ οὐ βαρύτονον, πλευρὰσ ἐλαφράσ, συμμέτρουσ, ὀσφῦν περιφερῆ, κωλῆν σαρκώδη, λαγόνασ ὑγράσ, λαπαρὰσ ἱκανῶσ, ἰσχία στρογγύλα, πλήρη κύκλῳ, ἄνωθεν δὲ ὡσ χρὴ διεστῶτα, μηροὺσ μικρούσ, εὐπαγεῖσ, ἔξωθεν μῦσ ἐπιτεταμένουσ, ἔνδοθεν δὲ οὐκ ὀγκώδεισ, ὑποκώλια μακρά, στιφρά, πόδασ τοὺσ πρόσθεν ἄκρωσ ὑγρούσ, στενούσ, ὀρθούσ, τοὺσ δὲ ὄπισθεν στερεούσ, πλατεῖσ, πάντασ δὲ οὐδενὸσ τραχέοσ φροντίζοντασ, σκέλη τὰ ὄπισθεν μείζω πολὺ τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐγκεκλιμένα μικρὸν ἔξω, τρίχωμα βραχύ, κοῦφον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 36:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 5 36:1)

유의어

  1. 꿰뚫는

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION