헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαπτιστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βαπτιστής βαπτιστοῦ

형태분석: βαπτιστ (어간) + ης (어미)

  1. 침례교도
  1. baptist (commonly as an epithet of John the Baptist)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαπτιστής

침례교도가

βαπτιστᾱ́

침례교도들이

βαπτισταί

침례교도들이

속격 βαπτιστοῦ

침례교도의

βαπτισταῖν

침례교도들의

βαπτιστῶν

침례교도들의

여격 βαπτιστῇ

침례교도에게

βαπτισταῖν

침례교도들에게

βαπτισταῖς

침례교도들에게

대격 βαπτιστήν

침례교도를

βαπτιστᾱ́

침례교도들을

βαπτιστᾱ́ς

침례교도들을

호격 βαπτιστά

침례교도야

βαπτιστᾱ́

침례교도들아

βαπτισταί

침례교도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖσ γυναικῶν μείζων Ιωἄνου τοῦ βαπτιστοῦ· (, chapter 11 14:1)

    (, chapter 11 14:1)

  • ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ιωἄνου τοῦ βαπτιστοῦ ἑώσ ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. (, chapter 11 15:1)

    (, chapter 11 15:1)

  • ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆσ μητρὸσ αὐτῆσ Δόσ μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ιωἄνου τοῦ βαπτιστοῦ. (, chapter 11 163:1)

    (, chapter 11 163:1)

  • τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι περὶ Ιωἄνου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖσ. (, chapter 11 282:1)

    (, chapter 11 282:1)

  • καὶ εἰσελθοῦσα εὐθὺσ μετὰ σπουδῆσ πρὸσ τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα Θέλω ἵνα ἐξαυτῆσ δῷσ μοι ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ιωἄνου τοῦ βαπτιστοῦ. (, chapter 4 118:1)

    (, chapter 4 118:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION