Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀχρήματος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀχρήματος

Structure: ἀχρηματ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xrh/mata

Sense

  1. without money or means

Examples

  • ὁρμήσαντεσ γὰρ ἐκ τῆσ Ἰταλίασ ὅμοια φυγάδων τοῖσ ἀτιμοτάτοισ ἀχρήματοι καὶ ἄνοπλοι, μὴ ναῦν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μὴ πόλιν ἔχοντεσ, οὐ πολλοῦ πάνυ χρόνου διαγενομένου συνῆλθον εἰσ ταὐτό καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ καὶ ἵπποισ καὶ χρήμασιν ἀξιόμαχοι διαγωνίσασθαι περὶ τῆσ Ῥωμαίων ἡγεμονίασ ὄντεσ. (Plutarch, Brutus, chapter 28 5:1)
  • Πέρσαι φύσιν ἐόντεσ ὑβρισταὶ εἰσὶ ἀχρήματοι. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 89 3:1)

Synonyms

  1. without money or means

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION