고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀχειροποίητος ἀχειροποίητη ἀχειροποίητον
Structure: ἀ (Prefix) + χειροποιητ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀχειροποίητος | ἀχειροποίήτη | ἀχειροποίητον |
Genitive | ἀχειροποιήτου | ἀχειροποίήτης | ἀχειροποιήτου | |
Dative | ἀχειροποιήτῳ | ἀχειροποίήτῃ | ἀχειροποιήτῳ | |
Accusative | ἀχειροποίητον | ἀχειροποίήτην | ἀχειροποίητον | |
Vocative | ἀχειροποίητε | ἀχειροποίήτη | ἀχειροποίητον | |
Dual | N/A/V | ἀχειροποιήτω | ἀχειροποίήτᾱ | ἀχειροποιήτω |
G/D | ἀχειροποιήτοιν | ἀχειροποίήταιν | ἀχειροποιήτοιν | |
Plural | Nominative | ἀχειροποίητοι | ἀχειροποί́ηται | ἀχειροποίητα |
Genitive | ἀχειροποιήτων | ἀχειροποίητῶν | ἀχειροποιήτων | |
Dative | ἀχειροποιήτοις | ἀχειροποίήταις | ἀχειροποιήτοις | |
Accusative | ἀχειροποιήτους | ἀχειροποίήτᾱς | ἀχειροποίητα | |
Vocative | ἀχειροποίητοι | ἀχειροποί́ηται | ἀχειροποίητα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀχειροποίητος ἀχειροποιήτου | ἀχειροποιητότερος ἀχειροποιητοτέρου | ἀχειροποιητότατος ἀχειροποιητοτάτου |
Adverb | ἀχειροποιήτως | ἀχειροποιητότερον | ἀχειροποιητότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기