헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτοσχεδιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐτοσχεδιάζω

형태분석: αὐτοσχεδιάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: From au)tosxe/dios

  1. 말하다, 이야기하다, 말씀하다, 하다, 자주 행동하다
  1. to act or speak off-hand
  2. to devise off-hand, extemporise
  3. to act, speak, think unadvisedly, try rash experiments

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αὐτοσχεδιάζω

αὐτοσχεδιάζεις

αὐτοσχεδιάζει

쌍수 αὐτοσχεδιάζετον

αὐτοσχεδιάζετον

복수 αὐτοσχεδιάζομεν

αὐτοσχεδιάζετε

αὐτοσχεδιάζουσιν*

접속법단수 αὐτοσχεδιάζω

αὐτοσχεδιάζῃς

αὐτοσχεδιάζῃ

쌍수 αὐτοσχεδιάζητον

αὐτοσχεδιάζητον

복수 αὐτοσχεδιάζωμεν

αὐτοσχεδιάζητε

αὐτοσχεδιάζωσιν*

기원법단수 αὐτοσχεδιάζοιμι

αὐτοσχεδιάζοις

αὐτοσχεδιάζοι

쌍수 αὐτοσχεδιάζοιτον

αὐτοσχεδιαζοίτην

복수 αὐτοσχεδιάζοιμεν

αὐτοσχεδιάζοιτε

αὐτοσχεδιάζοιεν

명령법단수 αὐτοσχεδίαζε

αὐτοσχεδιαζέτω

쌍수 αὐτοσχεδιάζετον

αὐτοσχεδιαζέτων

복수 αὐτοσχεδιάζετε

αὐτοσχεδιαζόντων, αὐτοσχεδιαζέτωσαν

부정사 αὐτοσχεδιάζειν

분사 남성여성중성
αὐτοσχεδιαζων

αὐτοσχεδιαζοντος

αὐτοσχεδιαζουσα

αὐτοσχεδιαζουσης

αὐτοσχεδιαζον

αὐτοσχεδιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αὐτοσχεδιάζομαι

αὐτοσχεδιάζει, αὐτοσχεδιάζῃ

αὐτοσχεδιάζεται

쌍수 αὐτοσχεδιάζεσθον

αὐτοσχεδιάζεσθον

복수 αὐτοσχεδιαζόμεθα

αὐτοσχεδιάζεσθε

αὐτοσχεδιάζονται

접속법단수 αὐτοσχεδιάζωμαι

αὐτοσχεδιάζῃ

αὐτοσχεδιάζηται

쌍수 αὐτοσχεδιάζησθον

αὐτοσχεδιάζησθον

복수 αὐτοσχεδιαζώμεθα

αὐτοσχεδιάζησθε

αὐτοσχεδιάζωνται

기원법단수 αὐτοσχεδιαζοίμην

αὐτοσχεδιάζοιο

αὐτοσχεδιάζοιτο

쌍수 αὐτοσχεδιάζοισθον

αὐτοσχεδιαζοίσθην

복수 αὐτοσχεδιαζοίμεθα

αὐτοσχεδιάζοισθε

αὐτοσχεδιάζοιντο

명령법단수 αὐτοσχεδιάζου

αὐτοσχεδιαζέσθω

쌍수 αὐτοσχεδιάζεσθον

αὐτοσχεδιαζέσθων

복수 αὐτοσχεδιάζεσθε

αὐτοσχεδιαζέσθων, αὐτοσχεδιαζέσθωσαν

부정사 αὐτοσχεδιάζεσθαι

분사 남성여성중성
αὐτοσχεδιαζομενος

αὐτοσχεδιαζομενου

αὐτοσχεδιαζομενη

αὐτοσχεδιαζομενης

αὐτοσχεδιαζομενον

αὐτοσχεδιαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὑμεῖσ δέ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, οὐκ αἰσχύνεσθε, εἰ ἐπὶ μὲν τοὺσ πορθμέασ τοὺσ εἰσ Σαλαμῖνα πορθμεύοντασ νόμον ἔθεσθε, ἐάν τισ αὐτῶν ἄκων ἐν τῷ πόρῳ πλοῖον ἀνατρέψῃ, τούτῳ μὴ ἐξεῖναι πάλιν πορθμεῖ γενέσθαι, ἵνα μηδεὶσ αὐτοσχεδιάζῃ εἰσ τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα, τὸν δὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν πόλιν ἄρδην ἀνατετροφότα, τοῦτον ἐάσετε πάλιν ἀπευθύνειν τὰ κοινά; (Aeschines, Speeches, , section 1582)

    (아이스키네스, 연설, , section 1582)

유의어

  1. to act or speak off-hand

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION