헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτογνωμονέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐτογνωμονέω

형태분석: αὐτογνωμονέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: From au)tognw/mwn

  1. to act of one's own judgment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αὐτογνωμονῶ

αὐτογνωμονεῖς

αὐτογνωμονεῖ

쌍수 αὐτογνωμονεῖτον

αὐτογνωμονεῖτον

복수 αὐτογνωμονοῦμεν

αὐτογνωμονεῖτε

αὐτογνωμονοῦσιν*

접속법단수 αὐτογνωμονῶ

αὐτογνωμονῇς

αὐτογνωμονῇ

쌍수 αὐτογνωμονῆτον

αὐτογνωμονῆτον

복수 αὐτογνωμονῶμεν

αὐτογνωμονῆτε

αὐτογνωμονῶσιν*

기원법단수 αὐτογνωμονοῖμι

αὐτογνωμονοῖς

αὐτογνωμονοῖ

쌍수 αὐτογνωμονοῖτον

αὐτογνωμονοίτην

복수 αὐτογνωμονοῖμεν

αὐτογνωμονοῖτε

αὐτογνωμονοῖεν

명령법단수 αὐτογνωμόνει

αὐτογνωμονείτω

쌍수 αὐτογνωμονεῖτον

αὐτογνωμονείτων

복수 αὐτογνωμονεῖτε

αὐτογνωμονούντων, αὐτογνωμονείτωσαν

부정사 αὐτογνωμονεῖν

분사 남성여성중성
αὐτογνωμονων

αὐτογνωμονουντος

αὐτογνωμονουσα

αὐτογνωμονουσης

αὐτογνωμονουν

αὐτογνωμονουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αὐτογνωμονοῦμαι

αὐτογνωμονεῖ, αὐτογνωμονῇ

αὐτογνωμονεῖται

쌍수 αὐτογνωμονεῖσθον

αὐτογνωμονεῖσθον

복수 αὐτογνωμονούμεθα

αὐτογνωμονεῖσθε

αὐτογνωμονοῦνται

접속법단수 αὐτογνωμονῶμαι

αὐτογνωμονῇ

αὐτογνωμονῆται

쌍수 αὐτογνωμονῆσθον

αὐτογνωμονῆσθον

복수 αὐτογνωμονώμεθα

αὐτογνωμονῆσθε

αὐτογνωμονῶνται

기원법단수 αὐτογνωμονοίμην

αὐτογνωμονοῖο

αὐτογνωμονοῖτο

쌍수 αὐτογνωμονοῖσθον

αὐτογνωμονοίσθην

복수 αὐτογνωμονοίμεθα

αὐτογνωμονοῖσθε

αὐτογνωμονοῖντο

명령법단수 αὐτογνωμονοῦ

αὐτογνωμονείσθω

쌍수 αὐτογνωμονεῖσθον

αὐτογνωμονείσθων

복수 αὐτογνωμονεῖσθε

αὐτογνωμονείσθων, αὐτογνωμονείσθωσαν

부정사 αὐτογνωμονεῖσθαι

분사 남성여성중성
αὐτογνωμονουμενος

αὐτογνωμονουμενου

αὐτογνωμονουμενη

αὐτογνωμονουμενης

αὐτογνωμονουμενον

αὐτογνωμονουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION