헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρχαιοτροπία

1군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀρχαιοτροπία

어원: from a)rxaio/tropos

  1. old fashions or customs

예문

  • ὡσ γὰρ ἐκείνουσ ἡδέωσ ὁρῶντεσ καὶ θαυμάζοντεσ οὐ χρῶνται, οὕτωσ ἡ Κάτωνοσ ἀρχαιοτροπία διὰ χρόνων πολλῶν ἐπιγενομένη βίοισ διεφθορόσι καὶ πονηροῖσ ἔθεσι δόξαν μὲν εἶχε μεγάλην καὶ κλέοσ, οὐκ ἐνήρμοσε δὲ ταῖσ χρείαισ διὰ βάροσ καὶ μέγεθοσ τῆσ ἀρετῆσ ἀσύμμετρον τοῖσ καθεστῶσι καιροῖσ. (Plutarch, chapter 3 2:1)

    (플루타르코스, chapter 3 2:1)

유의어

  1. old fashions or customs

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION