Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀρθρώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀρθρώδης ἀρθρώδες

Structure: ἀρθρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)dos

Sense

  1. well-jointed, well-knit

Examples

  • ἐχόντων δὲ τὰσ κεφαλὰσ ἐλαφρὰσ καὶ ἀρθρώδεισ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 4 4:1)
  • πρῶτον μὲν οὖν χρὴ εἶναι μεγάλασ, εἶτα ἐχούσασ τὰσ κεφαλὰσ ἐλαφράσ, σιμάσ, ἀρθρώδεισ, ἰνώδη τὰ κάτωθεν τῶν μετώπων, ὄμματα μετέωρα, μέλανα, λαμπρά, μέτωπα πλατέα, τὰσ διακρίσεισ βαθείασ, ὦτα μικρά, λεπτά, ψιλὰ ὄπισθεν, τραχήλουσ μακρούσ, ὑγρούσ, περιφερεῖσ, στήθη πλατέα, μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων, τὰσ ὠμοπλάτασ διεστώσασ μικρόν, σκέλη τὰ πρόσθια μικρά, ὀρθά, στρογγύλα, στιφρά, ὀρθοὺσ τοὺσ ἀγκῶνασ, πλευρὰσ μὴ ἐπὶ γῆν βαθείασ, ἀλλ’ εἰσ τὸ πλάγιον παρηκούσασ, ὀσφῦσ σαρκώδεισ, τὰ μεγέθη μεταξὺ μακρῶν <καὶ> βραχειῶν, μήτε ὑγρὰσ λίαν μήτε σκληράσ, λαγόνασ μεταξὺ μεγάλων <καὶ> μικρῶν, ἰσχία στρογγύλα, ὄπισθεν σαρκώδη, ἄνωθεν δὲ μὴ συνδεδεμένα, ἔνδοθεν δὲ προσεσταλμένα, τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺσ τοὺσ κενεῶνασ, οὐρὰσ μακράσ, ὀρθάσ, λιγυράσ, μηριαίασ μὴ σκληράσ, ὑποκώλια μακρά, περιφερῆ, εὐπαγῆ, σκέλη πολὺ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐπίρρικνα, πόδασ περιφερεῖσ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 2:1)

Synonyms

  1. well-jointed

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION