고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀποχειροβίωτος
Structure: ἀποχειροβιωτ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | ἀποχειροβίωτος | ἀποχειροβιώτη | ἀποχειροβίωτον |
| Genitive | ἀποχειροβιώτου | ἀποχειροβιώτης | ἀποχειροβιώτου | |
| Dative | ἀποχειροβιώτῳ | ἀποχειροβιώτῃ | ἀποχειροβιώτῳ | |
| Accusative | ἀποχειροβίωτον | ἀποχειροβιώτην | ἀποχειροβίωτον | |
| Vocative | ἀποχειροβίωτε | ἀποχειροβιώτη | ἀποχειροβίωτον | |
| Dual | N/A/V | ἀποχειροβιώτω | ἀποχειροβιώτᾱ | ἀποχειροβιώτω |
| G/D | ἀποχειροβιώτοιν | ἀποχειροβιώταιν | ἀποχειροβιώτοιν | |
| Plural | Nominative | ἀποχειροβίωτοι | ἀποχειροβίωται | ἀποχειροβίωτα |
| Genitive | ἀποχειροβιώτων | ἀποχειροβιωτῶν | ἀποχειροβιώτων | |
| Dative | ἀποχειροβιώτοις | ἀποχειροβιώταις | ἀποχειροβιώτοις | |
| Accusative | ἀποχειροβιώτους | ἀποχειροβιώτᾱς | ἀποχειροβίωτα | |
| Vocative | ἀποχειροβίωτοι | ἀποχειροβίωται | ἀποχειροβίωτα | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | ἀποχειροβίωτος ἀποχειροβιώτου | ἀποχειροβιωτότερος ἀποχειροβιωτοτέρου | ἀποχειροβιωτότατος ἀποχειροβιωτοτάτου |
| Adverb | ἀποχειροβιώτως | ἀποχειροβιωτότερον | ἀποχειροβιωτότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기