Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποτείχισις

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: ἀποτείχισις

Structure: ἀποτειχισι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: From a)poteixi/zw

Sense

  1. the walling off a town, blockading

Examples

  • τὸ γὰρ ἀποτειχίσαι καὶ τὸ ὀλοφύρασθαι ῥηματικὰ ὄντα ὀνοματικῶσ ἐσχημάτικεν ἀποτείχισιν καὶ ὀλόφυρσιν. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 5 1:2)
  • τῶν δὲ ἀντεπικαλούντων, ὅτι αὐτοὶ σφίσιν ἥκουσι πολεμήσοντεσ, λόγοι συνισταμένων ἐγίγνοντο, καὶ τὰ ἐγκλήματα ἀλλήλοισ προύφερον, οἱ μὲν τὴν ἀπόκλεισιν τοῦ Βρεντεσίου καὶ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ Καληνοῦ στρατοῦ, οἱ δὲ τὴν ἀποτείχισιν τοῦ Βρεντεσίου καὶ πολιορκίαν καὶ τὴν τῆσ Αὐσονίδοσ καταδρομὴν καὶ τὸ συνθέσθαι μὲν Αἠνοβάρβῳ σφαγεῖ Γαϊού Καίσαροσ, συνθέσθαι δὲ Πομπηίῳ κοινῷ πολεμίῳ. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 6 10:2)

Synonyms

  1. the walling off a town

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION