Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπελευθέρωσις

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: ἀπελευθέρωσις

Structure: ἀπελευθερωσι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from a)peleuqero/w

Sense

  1. emancipation

Examples

  • τοῖσ δ’ ἄλλοισ ἀπελευθέροισ ὀψὲ καὶ μετὰ πολὺν χρόνον ἐξουσίαν ψήφου δημαγωγῶν ἔδωκεν Ἄππιοσ ἡ δὲ παντελὴσ ἀπελευθέρωσισ ἄχρι νῦν οὐινδίκτα λέγεται δι’ ἐκεῖνον, ὥσ φασι, τὸν Οὐινδίκιον. (Plutarch, Publicola, chapter 7 5:1)
  • ἔστι γὰρ ἐν ταῖσ συνθήκαισ ἐπιμελεῖσθαι τοὺσ συνεδρεύοντασ καὶ τοὺσ ἐπὶ τῇ κοινῇ φυλακῇ τεταγμένουσ ὅπωσ ἐν ταῖσ κοινωνούσαισ πόλεσι τῆσ εἰρήνησ μὴ γίγνωνται θάνατοι καὶ φυγαὶ παρὰ τοὺσ κειμένουσ ταῖσ πόλεσι νόμουσ, μηδὲ χρημάτων δημεύσεισ, μηδὲ γῆσ ἀναδασμοί, μηδὲ χρεῶν ἀποκοπαί, μηδὲ δούλων ἀπελευθερώσεισ ἐπὶ νεωτερισμῷ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 19:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION