헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπειθέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπειθέω

형태분석: ἀπειθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 불복종하다, 거역하다, 위반하다
  1. to be disobedient, refuse compliance, to disobey

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπείθω

(나는) 불복종한다

ἀπείθεις

(너는) 불복종한다

ἀπείθει

(그는) 불복종한다

쌍수 ἀπείθειτον

(너희 둘은) 불복종한다

ἀπείθειτον

(그 둘은) 불복종한다

복수 ἀπείθουμεν

(우리는) 불복종한다

ἀπείθειτε

(너희는) 불복종한다

ἀπείθουσιν*

(그들은) 불복종한다

접속법단수 ἀπείθω

(나는) 불복종하자

ἀπείθῃς

(너는) 불복종하자

ἀπείθῃ

(그는) 불복종하자

쌍수 ἀπείθητον

(너희 둘은) 불복종하자

ἀπείθητον

(그 둘은) 불복종하자

복수 ἀπείθωμεν

(우리는) 불복종하자

ἀπείθητε

(너희는) 불복종하자

ἀπείθωσιν*

(그들은) 불복종하자

기원법단수 ἀπείθοιμι

(나는) 불복종하기를 (바라다)

ἀπείθοις

(너는) 불복종하기를 (바라다)

ἀπείθοι

(그는) 불복종하기를 (바라다)

쌍수 ἀπείθοιτον

(너희 둘은) 불복종하기를 (바라다)

ἀπειθοίτην

(그 둘은) 불복종하기를 (바라다)

복수 ἀπείθοιμεν

(우리는) 불복종하기를 (바라다)

ἀπείθοιτε

(너희는) 불복종하기를 (바라다)

ἀπείθοιεν

(그들은) 불복종하기를 (바라다)

명령법단수 ἀπεῖθει

(너는) 불복종해라

ἀπειθεῖτω

(그는) 불복종해라

쌍수 ἀπείθειτον

(너희 둘은) 불복종해라

ἀπειθεῖτων

(그 둘은) 불복종해라

복수 ἀπείθειτε

(너희는) 불복종해라

ἀπειθοῦντων, ἀπειθεῖτωσαν

(그들은) 불복종해라

부정사 ἀπείθειν

불복종하는 것

분사 남성여성중성
ἀπειθων

ἀπειθουντος

ἀπειθουσα

ἀπειθουσης

ἀπειθουν

ἀπειθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπείθουμαι

(나는) 불복종된다

ἀπείθει, ἀπείθῃ

(너는) 불복종된다

ἀπείθειται

(그는) 불복종된다

쌍수 ἀπείθεισθον

(너희 둘은) 불복종된다

ἀπείθεισθον

(그 둘은) 불복종된다

복수 ἀπειθοῦμεθα

(우리는) 불복종된다

ἀπείθεισθε

(너희는) 불복종된다

ἀπείθουνται

(그들은) 불복종된다

접속법단수 ἀπείθωμαι

(나는) 불복종되자

ἀπείθῃ

(너는) 불복종되자

ἀπείθηται

(그는) 불복종되자

쌍수 ἀπείθησθον

(너희 둘은) 불복종되자

ἀπείθησθον

(그 둘은) 불복종되자

복수 ἀπειθώμεθα

(우리는) 불복종되자

ἀπείθησθε

(너희는) 불복종되자

ἀπείθωνται

(그들은) 불복종되자

기원법단수 ἀπειθοίμην

(나는) 불복종되기를 (바라다)

ἀπείθοιο

(너는) 불복종되기를 (바라다)

ἀπείθοιτο

(그는) 불복종되기를 (바라다)

쌍수 ἀπείθοισθον

(너희 둘은) 불복종되기를 (바라다)

ἀπειθοίσθην

(그 둘은) 불복종되기를 (바라다)

복수 ἀπειθοίμεθα

(우리는) 불복종되기를 (바라다)

ἀπείθοισθε

(너희는) 불복종되기를 (바라다)

ἀπείθοιντο

(그들은) 불복종되기를 (바라다)

명령법단수 ἀπείθου

(너는) 불복종되어라

ἀπειθεῖσθω

(그는) 불복종되어라

쌍수 ἀπείθεισθον

(너희 둘은) 불복종되어라

ἀπειθεῖσθων

(그 둘은) 불복종되어라

복수 ἀπείθεισθε

(너희는) 불복종되어라

ἀπειθεῖσθων, ἀπειθεῖσθωσαν

(그들은) 불복종되어라

부정사 ἀπείθεισθαι

불복종되는 것

분사 남성여성중성
ἀπειθουμενος

ἀπειθουμενου

ἀπειθουμενη

ἀπειθουμενης

ἀπειθουμενον

ἀπειθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπεῖθουν

(나는) 불복종하고 있었다

ἠπεῖθεις

(너는) 불복종하고 있었다

ἠπεῖθειν*

(그는) 불복종하고 있었다

쌍수 ἠπείθειτον

(너희 둘은) 불복종하고 있었다

ἠπειθεῖτην

(그 둘은) 불복종하고 있었다

복수 ἠπείθουμεν

(우리는) 불복종하고 있었다

ἠπείθειτε

(너희는) 불복종하고 있었다

ἠπεῖθουν

(그들은) 불복종하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπειθοῦμην

(나는) 불복종되고 있었다

ἠπείθου

(너는) 불복종되고 있었다

ἠπείθειτο

(그는) 불복종되고 있었다

쌍수 ἠπείθεισθον

(너희 둘은) 불복종되고 있었다

ἠπειθεῖσθην

(그 둘은) 불복종되고 있었다

복수 ἠπειθοῦμεθα

(우리는) 불복종되고 있었다

ἠπείθεισθε

(너희는) 불복종되고 있었다

ἠπείθουντο

(그들은) 불복종되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτωσ ὁ κλῆρόσ σου καὶ μερὶσ τοῦ ἀπειθεῖν ὑμᾶσ ἐμοί, λέγει Κύριοσ, ὡσ ἐπελάθου μου καὶ ἤλπισασ ἐπὶ ψεύδεσι. (Septuagint, Liber Ieremiae 13:25)

    (70인역 성경, 예레미야서 13:25)

  • ἔστι δὲ τῆσ ἀδικίασ τὸ παραβαίνειν τὰ πάτρια ἔθη καὶ τὰ νόμιμα, καὶ τὸ ἀπειθεῖν τοῖσ νόμοισ καὶ τοῖσ ἄρχουσι, τὸ ψεύδεσθαι, τὸ ἐπιορκεῖν, τὸ παραβαίνειν τὰσ ὁμολογίασ καὶ τὰσ πίστεισ. (Aristotle, Virtues and Vices 37:2)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 37:2)

  • ἄχθομαι μὲν οὖν, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, ἐπὶ τῇ μητρυιᾷ χαλεπῶσ ἐχούσῃ χρηστὴ γὰρ ἦν καὶ ἐπὶ τῷ πατρὶ δι’ ἐκείνην ἀνιωμένῳ, τὸ δὲ μέγιστον, ἐπ’ ἐμαυτῷ ἀπειθεῖν δοκοῦντι καὶ ἃ προστάττομαι ὑπουργεῖν οὐ δυναμένῳ καὶ δι’ ὑπερβολὴν τῆσ νόσου καὶ ἀσθένειαν τῆσ τέχνησ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 2:6)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 2:6)

  • ἐγὼ δὲ τὸ μὲν οἱᾶ προστάττοντι αὐτῷ ὑπακούειν οὐ δυνάμενοσ ἀπειθεῖν δοκῶ πρὸσ ὀλίγον ὑπερθήσομαι· (Lucian, Abdicatus, (no name) 22:4)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 22:4)

  • καὶ τὸν Ἕκτορα οὐ πεισθέντα Πουλυδάμαντι οὐκ ἐῶντι ἐπελαύνειν ταῖσ ναυσὶν τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ δράκοντι τῷ καταβληθέντι πρὸσ τοῦ ἀετοῦ, ὡσ οὐ σὺν κόσμῳ ἐπανελευσομένουσ, ὀλίγον ὕστερον ἔργῳ ἀναδιδαχθῆναι ὡσ οὐκ ἀγαθὸν ἀπειθεῖν τῷ θείῳ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 36 3:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 36 3:1)

유의어

  1. 불복종하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION