헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιταλαντεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιταλαντεύω

형태분석: ἀντιταλαντεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to counterbalance, compensate for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιταλαντεύω

ἀντιταλαντεύεις

ἀντιταλαντεύει

쌍수 ἀντιταλαντεύετον

ἀντιταλαντεύετον

복수 ἀντιταλαντεύομεν

ἀντιταλαντεύετε

ἀντιταλαντεύουσιν*

접속법단수 ἀντιταλαντεύω

ἀντιταλαντεύῃς

ἀντιταλαντεύῃ

쌍수 ἀντιταλαντεύητον

ἀντιταλαντεύητον

복수 ἀντιταλαντεύωμεν

ἀντιταλαντεύητε

ἀντιταλαντεύωσιν*

기원법단수 ἀντιταλαντεύοιμι

ἀντιταλαντεύοις

ἀντιταλαντεύοι

쌍수 ἀντιταλαντεύοιτον

ἀντιταλαντευοίτην

복수 ἀντιταλαντεύοιμεν

ἀντιταλαντεύοιτε

ἀντιταλαντεύοιεν

명령법단수 ἀντιταλάντευε

ἀντιταλαντευέτω

쌍수 ἀντιταλαντεύετον

ἀντιταλαντευέτων

복수 ἀντιταλαντεύετε

ἀντιταλαντευόντων, ἀντιταλαντευέτωσαν

부정사 ἀντιταλαντεύειν

분사 남성여성중성
ἀντιταλαντευων

ἀντιταλαντευοντος

ἀντιταλαντευουσα

ἀντιταλαντευουσης

ἀντιταλαντευον

ἀντιταλαντευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιταλαντεύομαι

ἀντιταλαντεύει, ἀντιταλαντεύῃ

ἀντιταλαντεύεται

쌍수 ἀντιταλαντεύεσθον

ἀντιταλαντεύεσθον

복수 ἀντιταλαντευόμεθα

ἀντιταλαντεύεσθε

ἀντιταλαντεύονται

접속법단수 ἀντιταλαντεύωμαι

ἀντιταλαντεύῃ

ἀντιταλαντεύηται

쌍수 ἀντιταλαντεύησθον

ἀντιταλαντεύησθον

복수 ἀντιταλαντευώμεθα

ἀντιταλαντεύησθε

ἀντιταλαντεύωνται

기원법단수 ἀντιταλαντευοίμην

ἀντιταλαντεύοιο

ἀντιταλαντεύοιτο

쌍수 ἀντιταλαντεύοισθον

ἀντιταλαντευοίσθην

복수 ἀντιταλαντευοίμεθα

ἀντιταλαντεύοισθε

ἀντιταλαντεύοιντο

명령법단수 ἀντιταλαντεύου

ἀντιταλαντευέσθω

쌍수 ἀντιταλαντεύεσθον

ἀντιταλαντευέσθων

복수 ἀντιταλαντεύεσθε

ἀντιταλαντευέσθων, ἀντιταλαντευέσθωσαν

부정사 ἀντιταλαντεύεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιταλαντευομενος

ἀντιταλαντευομενου

ἀντιταλαντευομενη

ἀντιταλαντευομενης

ἀντιταλαντευομενον

ἀντιταλαντευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀντιταλαντεύω τὰσ ἐλπίδασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 221 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 221 1:2)

유의어

  1. to counterbalance

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION