헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιστρατοπεδεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιστρατοπεδεύω

형태분석: ἀντιστρατοπεδεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to encamp over against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιστρατοπεδεύω

ἀντιστρατοπεδεύεις

ἀντιστρατοπεδεύει

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύετον

ἀντιστρατοπεδεύετον

복수 ἀντιστρατοπεδεύομεν

ἀντιστρατοπεδεύετε

ἀντιστρατοπεδεύουσιν*

접속법단수 ἀντιστρατοπεδεύω

ἀντιστρατοπεδεύῃς

ἀντιστρατοπεδεύῃ

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύητον

ἀντιστρατοπεδεύητον

복수 ἀντιστρατοπεδεύωμεν

ἀντιστρατοπεδεύητε

ἀντιστρατοπεδεύωσιν*

기원법단수 ἀντιστρατοπεδεύοιμι

ἀντιστρατοπεδεύοις

ἀντιστρατοπεδεύοι

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύοιτον

ἀντιστρατοπεδευοίτην

복수 ἀντιστρατοπεδεύοιμεν

ἀντιστρατοπεδεύοιτε

ἀντιστρατοπεδεύοιεν

명령법단수 ἀντιστρατοπέδευε

ἀντιστρατοπεδευέτω

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύετον

ἀντιστρατοπεδευέτων

복수 ἀντιστρατοπεδεύετε

ἀντιστρατοπεδευόντων, ἀντιστρατοπεδευέτωσαν

부정사 ἀντιστρατοπεδεύειν

분사 남성여성중성
ἀντιστρατοπεδευων

ἀντιστρατοπεδευοντος

ἀντιστρατοπεδευουσα

ἀντιστρατοπεδευουσης

ἀντιστρατοπεδευον

ἀντιστρατοπεδευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιστρατοπεδεύομαι

ἀντιστρατοπεδεύει, ἀντιστρατοπεδεύῃ

ἀντιστρατοπεδεύεται

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύεσθον

ἀντιστρατοπεδεύεσθον

복수 ἀντιστρατοπεδευόμεθα

ἀντιστρατοπεδεύεσθε

ἀντιστρατοπεδεύονται

접속법단수 ἀντιστρατοπεδεύωμαι

ἀντιστρατοπεδεύῃ

ἀντιστρατοπεδεύηται

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύησθον

ἀντιστρατοπεδεύησθον

복수 ἀντιστρατοπεδευώμεθα

ἀντιστρατοπεδεύησθε

ἀντιστρατοπεδεύωνται

기원법단수 ἀντιστρατοπεδευοίμην

ἀντιστρατοπεδεύοιο

ἀντιστρατοπεδεύοιτο

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύοισθον

ἀντιστρατοπεδευοίσθην

복수 ἀντιστρατοπεδευοίμεθα

ἀντιστρατοπεδεύοισθε

ἀντιστρατοπεδεύοιντο

명령법단수 ἀντιστρατοπεδεύου

ἀντιστρατοπεδευέσθω

쌍수 ἀντιστρατοπεδεύεσθον

ἀντιστρατοπεδευέσθων

복수 ἀντιστρατοπεδεύεσθε

ἀντιστρατοπεδευέσθων, ἀντιστρατοπεδευέσθωσαν

부정사 ἀντιστρατοπεδεύεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιστρατοπεδευομενος

ἀντιστρατοπεδευομενου

ἀντιστρατοπεδευομενη

ἀντιστρατοπεδευομενης

ἀντιστρατοπεδευομενον

ἀντιστρατοπεδευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to encamp over against

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION