Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντιπροκαλέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ἀντιπροκαλέομαι

Structure: ἀντιπροκαλέ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to retort a legal challenge

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντιπροκαλοῦμαι ἀντιπροκαλεῖ, ἀντιπροκαλῇ ἀντιπροκαλεῖται
Dual ἀντιπροκαλεῖσθον ἀντιπροκαλεῖσθον
Plural ἀντιπροκαλούμεθα ἀντιπροκαλεῖσθε ἀντιπροκαλοῦνται
SubjunctiveSingular ἀντιπροκαλῶμαι ἀντιπροκαλῇ ἀντιπροκαλῆται
Dual ἀντιπροκαλῆσθον ἀντιπροκαλῆσθον
Plural ἀντιπροκαλώμεθα ἀντιπροκαλῆσθε ἀντιπροκαλῶνται
OptativeSingular ἀντιπροκαλοίμην ἀντιπροκαλοῖο ἀντιπροκαλοῖτο
Dual ἀντιπροκαλοῖσθον ἀντιπροκαλοίσθην
Plural ἀντιπροκαλοίμεθα ἀντιπροκαλοῖσθε ἀντιπροκαλοῖντο
ImperativeSingular ἀντιπροκαλοῦ ἀντιπροκαλείσθω
Dual ἀντιπροκαλεῖσθον ἀντιπροκαλείσθων
Plural ἀντιπροκαλεῖσθε ἀντιπροκαλείσθων, ἀντιπροκαλείσθωσαν
Infinitive ἀντιπροκαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντιπροκαλουμενος ἀντιπροκαλουμενου ἀντιπροκαλουμενη ἀντιπροκαλουμενης ἀντιπροκαλουμενον ἀντιπροκαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅτι δ’ οὖν ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἡγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι, καὶ τὸν οἰκέτην παρεδίδουν, καὶ ὅτι ταῦτ’ ἀληθῆ λέγω, λέγε τὴν πρόκλησιν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 70:3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION