Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντιπολιορκέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντιπολιορκέω

Structure: ἀντιπολιορκέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to besiege in turn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντιπολιόρκω ἀντιπολιόρκεις ἀντιπολιόρκει
Dual ἀντιπολιόρκειτον ἀντιπολιόρκειτον
Plural ἀντιπολιόρκουμεν ἀντιπολιόρκειτε ἀντιπολιόρκουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντιπολιόρκω ἀντιπολιόρκῃς ἀντιπολιόρκῃ
Dual ἀντιπολιόρκητον ἀντιπολιόρκητον
Plural ἀντιπολιόρκωμεν ἀντιπολιόρκητε ἀντιπολιόρκωσιν*
OptativeSingular ἀντιπολιόρκοιμι ἀντιπολιόρκοις ἀντιπολιόρκοι
Dual ἀντιπολιόρκοιτον ἀντιπολιορκοίτην
Plural ἀντιπολιόρκοιμεν ἀντιπολιόρκοιτε ἀντιπολιόρκοιεν
ImperativeSingular ἀντιπολιο͂ρκει ἀντιπολιορκεῖτω
Dual ἀντιπολιόρκειτον ἀντιπολιορκεῖτων
Plural ἀντιπολιόρκειτε ἀντιπολιορκοῦντων, ἀντιπολιορκεῖτωσαν
Infinitive ἀντιπολιόρκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντιπολιορκων ἀντιπολιορκουντος ἀντιπολιορκουσα ἀντιπολιορκουσης ἀντιπολιορκουν ἀντιπολιορκουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντιπολιόρκουμαι ἀντιπολιόρκει, ἀντιπολιόρκῃ ἀντιπολιόρκειται
Dual ἀντιπολιόρκεισθον ἀντιπολιόρκεισθον
Plural ἀντιπολιορκοῦμεθα ἀντιπολιόρκεισθε ἀντιπολιόρκουνται
SubjunctiveSingular ἀντιπολιόρκωμαι ἀντιπολιόρκῃ ἀντιπολιόρκηται
Dual ἀντιπολιόρκησθον ἀντιπολιόρκησθον
Plural ἀντιπολιορκώμεθα ἀντιπολιόρκησθε ἀντιπολιόρκωνται
OptativeSingular ἀντιπολιορκοίμην ἀντιπολιόρκοιο ἀντιπολιόρκοιτο
Dual ἀντιπολιόρκοισθον ἀντιπολιορκοίσθην
Plural ἀντιπολιορκοίμεθα ἀντιπολιόρκοισθε ἀντιπολιόρκοιντο
ImperativeSingular ἀντιπολιόρκου ἀντιπολιορκεῖσθω
Dual ἀντιπολιόρκεισθον ἀντιπολιορκεῖσθων
Plural ἀντιπολιόρκεισθε ἀντιπολιορκεῖσθων, ἀντιπολιορκεῖσθωσαν
Infinitive ἀντιπολιόρκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντιπολιορκουμενος ἀντιπολιορκουμενου ἀντιπολιορκουμενη ἀντιπολιορκουμενης ἀντιπολιορκουμενον ἀντιπολιορκουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to besiege in turn

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION