헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιμετρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιμετρέω

형태분석: ἀντιμετρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to measure out in turn, to give in compensation, to be measured in turn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιμέτρω

ἀντιμέτρεις

ἀντιμέτρει

쌍수 ἀντιμέτρειτον

ἀντιμέτρειτον

복수 ἀντιμέτρουμεν

ἀντιμέτρειτε

ἀντιμέτρουσιν*

접속법단수 ἀντιμέτρω

ἀντιμέτρῃς

ἀντιμέτρῃ

쌍수 ἀντιμέτρητον

ἀντιμέτρητον

복수 ἀντιμέτρωμεν

ἀντιμέτρητε

ἀντιμέτρωσιν*

기원법단수 ἀντιμέτροιμι

ἀντιμέτροις

ἀντιμέτροι

쌍수 ἀντιμέτροιτον

ἀντιμετροίτην

복수 ἀντιμέτροιμεν

ἀντιμέτροιτε

ἀντιμέτροιεν

명령법단수 ἀντιμε͂τρει

ἀντιμετρεῖτω

쌍수 ἀντιμέτρειτον

ἀντιμετρεῖτων

복수 ἀντιμέτρειτε

ἀντιμετροῦντων, ἀντιμετρεῖτωσαν

부정사 ἀντιμέτρειν

분사 남성여성중성
ἀντιμετρων

ἀντιμετρουντος

ἀντιμετρουσα

ἀντιμετρουσης

ἀντιμετρουν

ἀντιμετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιμέτρουμαι

ἀντιμέτρει, ἀντιμέτρῃ

ἀντιμέτρειται

쌍수 ἀντιμέτρεισθον

ἀντιμέτρεισθον

복수 ἀντιμετροῦμεθα

ἀντιμέτρεισθε

ἀντιμέτρουνται

접속법단수 ἀντιμέτρωμαι

ἀντιμέτρῃ

ἀντιμέτρηται

쌍수 ἀντιμέτρησθον

ἀντιμέτρησθον

복수 ἀντιμετρώμεθα

ἀντιμέτρησθε

ἀντιμέτρωνται

기원법단수 ἀντιμετροίμην

ἀντιμέτροιο

ἀντιμέτροιτο

쌍수 ἀντιμέτροισθον

ἀντιμετροίσθην

복수 ἀντιμετροίμεθα

ἀντιμέτροισθε

ἀντιμέτροιντο

명령법단수 ἀντιμέτρου

ἀντιμετρεῖσθω

쌍수 ἀντιμέτρεισθον

ἀντιμετρεῖσθων

복수 ἀντιμέτρεισθε

ἀντιμετρεῖσθων, ἀντιμετρεῖσθωσαν

부정사 ἀντιμέτρεισθαι

분사 남성여성중성
ἀντιμετρουμενος

ἀντιμετρουμενου

ἀντιμετρουμενη

ἀντιμετρουμενης

ἀντιμετρουμενον

ἀντιμετρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION