Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντικατηγορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντικατηγορέω

Structure: ἀντικατηγορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to accuse in turn, recriminate upon

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικατηγόρω ἀντικατηγόρεις ἀντικατηγόρει
Dual ἀντικατηγόρειτον ἀντικατηγόρειτον
Plural ἀντικατηγόρουμεν ἀντικατηγόρειτε ἀντικατηγόρουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντικατηγόρω ἀντικατηγόρῃς ἀντικατηγόρῃ
Dual ἀντικατηγόρητον ἀντικατηγόρητον
Plural ἀντικατηγόρωμεν ἀντικατηγόρητε ἀντικατηγόρωσιν*
OptativeSingular ἀντικατηγόροιμι ἀντικατηγόροις ἀντικατηγόροι
Dual ἀντικατηγόροιτον ἀντικατηγοροίτην
Plural ἀντικατηγόροιμεν ἀντικατηγόροιτε ἀντικατηγόροιεν
ImperativeSingular ἀντικατηγο͂ρει ἀντικατηγορεῖτω
Dual ἀντικατηγόρειτον ἀντικατηγορεῖτων
Plural ἀντικατηγόρειτε ἀντικατηγοροῦντων, ἀντικατηγορεῖτωσαν
Infinitive ἀντικατηγόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικατηγορων ἀντικατηγορουντος ἀντικατηγορουσα ἀντικατηγορουσης ἀντικατηγορουν ἀντικατηγορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικατηγόρουμαι ἀντικατηγόρει, ἀντικατηγόρῃ ἀντικατηγόρειται
Dual ἀντικατηγόρεισθον ἀντικατηγόρεισθον
Plural ἀντικατηγοροῦμεθα ἀντικατηγόρεισθε ἀντικατηγόρουνται
SubjunctiveSingular ἀντικατηγόρωμαι ἀντικατηγόρῃ ἀντικατηγόρηται
Dual ἀντικατηγόρησθον ἀντικατηγόρησθον
Plural ἀντικατηγορώμεθα ἀντικατηγόρησθε ἀντικατηγόρωνται
OptativeSingular ἀντικατηγοροίμην ἀντικατηγόροιο ἀντικατηγόροιτο
Dual ἀντικατηγόροισθον ἀντικατηγοροίσθην
Plural ἀντικατηγοροίμεθα ἀντικατηγόροισθε ἀντικατηγόροιντο
ImperativeSingular ἀντικατηγόρου ἀντικατηγορεῖσθω
Dual ἀντικατηγόρεισθον ἀντικατηγορεῖσθων
Plural ἀντικατηγόρεισθε ἀντικατηγορεῖσθων, ἀντικατηγορεῖσθωσαν
Infinitive ἀντικατηγόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικατηγορουμενος ἀντικατηγορουμενου ἀντικατηγορουμενη ἀντικατηγορουμενης ἀντικατηγορουμενον ἀντικατηγορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to accuse in turn

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION