Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντικαταλείπω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντικαταλείπω

Structure: ἀντικαταλείπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to leave in one's stead

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικαταλείπω ἀντικαταλείπεις ἀντικαταλείπει
Dual ἀντικαταλείπετον ἀντικαταλείπετον
Plural ἀντικαταλείπομεν ἀντικαταλείπετε ἀντικαταλείπουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντικαταλείπω ἀντικαταλείπῃς ἀντικαταλείπῃ
Dual ἀντικαταλείπητον ἀντικαταλείπητον
Plural ἀντικαταλείπωμεν ἀντικαταλείπητε ἀντικαταλείπωσιν*
OptativeSingular ἀντικαταλείποιμι ἀντικαταλείποις ἀντικαταλείποι
Dual ἀντικαταλείποιτον ἀντικαταλειποίτην
Plural ἀντικαταλείποιμεν ἀντικαταλείποιτε ἀντικαταλείποιεν
ImperativeSingular ἀντικατάλειπε ἀντικαταλειπέτω
Dual ἀντικαταλείπετον ἀντικαταλειπέτων
Plural ἀντικαταλείπετε ἀντικαταλειπόντων, ἀντικαταλειπέτωσαν
Infinitive ἀντικαταλείπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικαταλειπων ἀντικαταλειποντος ἀντικαταλειπουσα ἀντικαταλειπουσης ἀντικαταλειπον ἀντικαταλειποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικαταλείπομαι ἀντικαταλείπει, ἀντικαταλείπῃ ἀντικαταλείπεται
Dual ἀντικαταλείπεσθον ἀντικαταλείπεσθον
Plural ἀντικαταλειπόμεθα ἀντικαταλείπεσθε ἀντικαταλείπονται
SubjunctiveSingular ἀντικαταλείπωμαι ἀντικαταλείπῃ ἀντικαταλείπηται
Dual ἀντικαταλείπησθον ἀντικαταλείπησθον
Plural ἀντικαταλειπώμεθα ἀντικαταλείπησθε ἀντικαταλείπωνται
OptativeSingular ἀντικαταλειποίμην ἀντικαταλείποιο ἀντικαταλείποιτο
Dual ἀντικαταλείποισθον ἀντικαταλειποίσθην
Plural ἀντικαταλειποίμεθα ἀντικαταλείποισθε ἀντικαταλείποιντο
ImperativeSingular ἀντικαταλείπου ἀντικαταλειπέσθω
Dual ἀντικαταλείπεσθον ἀντικαταλειπέσθων
Plural ἀντικαταλείπεσθε ἀντικαταλειπέσθων, ἀντικαταλειπέσθωσαν
Infinitive ἀντικαταλείπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικαταλειπομενος ἀντικαταλειπομενου ἀντικαταλειπομενη ἀντικαταλειπομενης ἀντικαταλειπομενον ἀντικαταλειπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION