헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιφεύγω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιφεύγω

형태분석: ἀντιφεύγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to go into exile in turn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιφεύγω

ἀντιφεύγεις

ἀντιφεύγει

쌍수 ἀντιφεύγετον

ἀντιφεύγετον

복수 ἀντιφεύγομεν

ἀντιφεύγετε

ἀντιφεύγουσιν*

접속법단수 ἀντιφεύγω

ἀντιφεύγῃς

ἀντιφεύγῃ

쌍수 ἀντιφεύγητον

ἀντιφεύγητον

복수 ἀντιφεύγωμεν

ἀντιφεύγητε

ἀντιφεύγωσιν*

기원법단수 ἀντιφεύγοιμι

ἀντιφεύγοις

ἀντιφεύγοι

쌍수 ἀντιφεύγοιτον

ἀντιφευγοίτην

복수 ἀντιφεύγοιμεν

ἀντιφεύγοιτε

ἀντιφεύγοιεν

명령법단수 ἀντίφευγε

ἀντιφευγέτω

쌍수 ἀντιφεύγετον

ἀντιφευγέτων

복수 ἀντιφεύγετε

ἀντιφευγόντων, ἀντιφευγέτωσαν

부정사 ἀντιφεύγειν

분사 남성여성중성
ἀντιφευγων

ἀντιφευγοντος

ἀντιφευγουσα

ἀντιφευγουσης

ἀντιφευγον

ἀντιφευγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιφεύγομαι

ἀντιφεύγει, ἀντιφεύγῃ

ἀντιφεύγεται

쌍수 ἀντιφεύγεσθον

ἀντιφεύγεσθον

복수 ἀντιφευγόμεθα

ἀντιφεύγεσθε

ἀντιφεύγονται

접속법단수 ἀντιφεύγωμαι

ἀντιφεύγῃ

ἀντιφεύγηται

쌍수 ἀντιφεύγησθον

ἀντιφεύγησθον

복수 ἀντιφευγώμεθα

ἀντιφεύγησθε

ἀντιφεύγωνται

기원법단수 ἀντιφευγοίμην

ἀντιφεύγοιο

ἀντιφεύγοιτο

쌍수 ἀντιφεύγοισθον

ἀντιφευγοίσθην

복수 ἀντιφευγοίμεθα

ἀντιφεύγοισθε

ἀντιφεύγοιντο

명령법단수 ἀντιφεύγου

ἀντιφευγέσθω

쌍수 ἀντιφεύγεσθον

ἀντιφευγέσθων

복수 ἀντιφεύγεσθε

ἀντιφευγέσθων, ἀντιφευγέσθωσαν

부정사 ἀντιφεύγεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιφευγομενος

ἀντιφευγομενου

ἀντιφευγομενη

ἀντιφευγομενης

ἀντιφευγομενον

ἀντιφευγομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸσ ἀντὶ σοῦ πόσισ, οὔτ’ ἀντ’ ἐμοῦ τέθνηκε, δὶσ τόσωσ ἐμὲ κτείνασ ἀδελφῆσ ζῶσαν. (Euripides, episode, anapests 5:3)

    (에우리피데스, episode, anapests 5:3)

유의어

  1. to go into exile in turn

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION