헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιδιαβάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιδιαβάλλω

형태분석: ἀντιδιαβάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to attack in return

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιδιαβάλλω

ἀντιδιαβάλλεις

ἀντιδιαβάλλει

쌍수 ἀντιδιαβάλλετον

ἀντιδιαβάλλετον

복수 ἀντιδιαβάλλομεν

ἀντιδιαβάλλετε

ἀντιδιαβάλλουσιν*

접속법단수 ἀντιδιαβάλλω

ἀντιδιαβάλλῃς

ἀντιδιαβάλλῃ

쌍수 ἀντιδιαβάλλητον

ἀντιδιαβάλλητον

복수 ἀντιδιαβάλλωμεν

ἀντιδιαβάλλητε

ἀντιδιαβάλλωσιν*

기원법단수 ἀντιδιαβάλλοιμι

ἀντιδιαβάλλοις

ἀντιδιαβάλλοι

쌍수 ἀντιδιαβάλλοιτον

ἀντιδιαβαλλοίτην

복수 ἀντιδιαβάλλοιμεν

ἀντιδιαβάλλοιτε

ἀντιδιαβάλλοιεν

명령법단수 ἀντιδιάβαλλε

ἀντιδιαβαλλέτω

쌍수 ἀντιδιαβάλλετον

ἀντιδιαβαλλέτων

복수 ἀντιδιαβάλλετε

ἀντιδιαβαλλόντων, ἀντιδιαβαλλέτωσαν

부정사 ἀντιδιαβάλλειν

분사 남성여성중성
ἀντιδιαβαλλων

ἀντιδιαβαλλοντος

ἀντιδιαβαλλουσα

ἀντιδιαβαλλουσης

ἀντιδιαβαλλον

ἀντιδιαβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιδιαβάλλομαι

ἀντιδιαβάλλει, ἀντιδιαβάλλῃ

ἀντιδιαβάλλεται

쌍수 ἀντιδιαβάλλεσθον

ἀντιδιαβάλλεσθον

복수 ἀντιδιαβαλλόμεθα

ἀντιδιαβάλλεσθε

ἀντιδιαβάλλονται

접속법단수 ἀντιδιαβάλλωμαι

ἀντιδιαβάλλῃ

ἀντιδιαβάλληται

쌍수 ἀντιδιαβάλλησθον

ἀντιδιαβάλλησθον

복수 ἀντιδιαβαλλώμεθα

ἀντιδιαβάλλησθε

ἀντιδιαβάλλωνται

기원법단수 ἀντιδιαβαλλοίμην

ἀντιδιαβάλλοιο

ἀντιδιαβάλλοιτο

쌍수 ἀντιδιαβάλλοισθον

ἀντιδιαβαλλοίσθην

복수 ἀντιδιαβαλλοίμεθα

ἀντιδιαβάλλοισθε

ἀντιδιαβάλλοιντο

명령법단수 ἀντιδιαβάλλου

ἀντιδιαβαλλέσθω

쌍수 ἀντιδιαβάλλεσθον

ἀντιδιαβαλλέσθων

복수 ἀντιδιαβάλλεσθε

ἀντιδιαβαλλέσθων, ἀντιδιαβαλλέσθωσαν

부정사 ἀντιδιαβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιδιαβαλλομενος

ἀντιδιαβαλλομενου

ἀντιδιαβαλλομενη

ἀντιδιαβαλλομενης

ἀντιδιαβαλλομενον

ἀντιδιαβαλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to attack in return

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION