Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντευνοέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντευνοέω

Structure: ἀντ (Prefix) + εὐνοέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to wish well in return

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντευνόω ἀντευνόεις ἀντευνόει
Dual ἀντευνόειτον ἀντευνόειτον
Plural ἀντευνόουμεν ἀντευνόειτε ἀντευνόουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντευνόω ἀντευνόῃς ἀντευνόῃ
Dual ἀντευνόητον ἀντευνόητον
Plural ἀντευνόωμεν ἀντευνόητε ἀντευνόωσιν*
OptativeSingular ἀντευνόοιμι ἀντευνόοις ἀντευνόοι
Dual ἀντευνόοιτον ἀντευνοοίτην
Plural ἀντευνόοιμεν ἀντευνόοιτε ἀντευνόοιεν
ImperativeSingular ἀντευνο͂ει ἀντευνοεῖτω
Dual ἀντευνόειτον ἀντευνοεῖτων
Plural ἀντευνόειτε ἀντευνοοῦντων, ἀντευνοεῖτωσαν
Infinitive ἀντευνόειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντευνοων ἀντευνοουντος ἀντευνοουσα ἀντευνοουσης ἀντευνοουν ἀντευνοουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντευνόουμαι ἀντευνόει, ἀντευνόῃ ἀντευνόειται
Dual ἀντευνόεισθον ἀντευνόεισθον
Plural ἀντευνοοῦμεθα ἀντευνόεισθε ἀντευνόουνται
SubjunctiveSingular ἀντευνόωμαι ἀντευνόῃ ἀντευνόηται
Dual ἀντευνόησθον ἀντευνόησθον
Plural ἀντευνοώμεθα ἀντευνόησθε ἀντευνόωνται
OptativeSingular ἀντευνοοίμην ἀντευνόοιο ἀντευνόοιτο
Dual ἀντευνόοισθον ἀντευνοοίσθην
Plural ἀντευνοοίμεθα ἀντευνόοισθε ἀντευνόοιντο
ImperativeSingular ἀντευνόου ἀντευνοεῖσθω
Dual ἀντευνόεισθον ἀντευνοεῖσθων
Plural ἀντευνόεισθε ἀντευνοεῖσθων, ἀντευνοεῖσθωσαν
Infinitive ἀντευνόεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντευνοουμενος ἀντευνοουμενου ἀντευνοουμενη ἀντευνοουμενης ἀντευνοουμενον ἀντευνοουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to wish well in return

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION