헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνταποκρίνομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνταποκρίνομαι

형태분석: ἀνταποκρίν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to answer again, to argue against

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνταποκρίνομαι

ἀνταποκρίνει, ἀνταποκρίνῃ

ἀνταποκρίνεται

쌍수 ἀνταποκρίνεσθον

ἀνταποκρίνεσθον

복수 ἀνταποκρινόμεθα

ἀνταποκρίνεσθε

ἀνταποκρίνονται

접속법단수 ἀνταποκρίνωμαι

ἀνταποκρίνῃ

ἀνταποκρίνηται

쌍수 ἀνταποκρίνησθον

ἀνταποκρίνησθον

복수 ἀνταποκρινώμεθα

ἀνταποκρίνησθε

ἀνταποκρίνωνται

기원법단수 ἀνταποκρινοίμην

ἀνταποκρίνοιο

ἀνταποκρίνοιτο

쌍수 ἀνταποκρίνοισθον

ἀνταποκρινοίσθην

복수 ἀνταποκρινοίμεθα

ἀνταποκρίνοισθε

ἀνταποκρίνοιντο

명령법단수 ἀνταποκρίνου

ἀνταποκρινέσθω

쌍수 ἀνταποκρίνεσθον

ἀνταποκρινέσθων

복수 ἀνταποκρίνεσθε

ἀνταποκρινέσθων, ἀνταποκρινέσθωσαν

부정사 ἀνταποκρίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνταποκρινομενος

ἀνταποκρινομενου

ἀνταποκρινομενη

ἀνταποκρινομενης

ἀνταποκρινομενον

ἀνταποκρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μέχρι ὑμῶν συνήσω. καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν τῷ Ἰὼβ ἐλέγχων ἀνταποκρινόμενοσ ρήματα αὐτοῦ ἐξ ὑμῶν, (Septuagint, Liber Iob 32:12)

    (70인역 성경, 욥기 32:12)

  • ὦ ἄνθρωπε, μενοῦνγε σὺ τίσ εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενοσ τῷ θεῷ; (PROS RWMAIOUS, chapter 1 271:2)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 271:2)

유의어

  1. to answer again

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION