- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνθυπατεύω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: anthypateuō 고전 발음: [안튀빠떼워:] 신약 발음: [안튀빠떼워]

기본형: ἀνθυπατεύω

형태분석: ἀντ (접두사) + ὑπατεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from ἀνθύπατος

  1. to be proconsul

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθυπατεύω

ἀνθυπατεύεις

ἀνθυπατεύει

쌍수 ἀνθυπατεύετον

ἀνθυπατεύετον

복수 ἀνθυπατεύομεν

ἀνθυπατεύετε

ἀνθυπατεύουσι(ν)

접속법단수 ἀνθυπατεύω

ἀνθυπατεύῃς

ἀνθυπατεύῃ

쌍수 ἀνθυπατεύητον

ἀνθυπατεύητον

복수 ἀνθυπατεύωμεν

ἀνθυπατεύητε

ἀνθυπατεύωσι(ν)

기원법단수 ἀνθυπατεύοιμι

ἀνθυπατεύοις

ἀνθυπατεύοι

쌍수 ἀνθυπατεύοιτον

ἀνθυπατευοίτην

복수 ἀνθυπατεύοιμεν

ἀνθυπατεύοιτε

ἀνθυπατεύοιεν

명령법단수 ἀνθυπάτευε

ἀνθυπατευέτω

쌍수 ἀνθυπατεύετον

ἀνθυπατευέτων

복수 ἀνθυπατεύετε

ἀνθυπατευόντων, ἀνθυπατευέτωσαν

부정사 ἀνθυπατεύειν

분사 남성여성중성
ἀνθυπατευων

ἀνθυπατευοντος

ἀνθυπατευουσα

ἀνθυπατευουσης

ἀνθυπατευον

ἀνθυπατευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθυπατεύομαι

ἀνθυπατεύει, ἀνθυπατεύῃ

ἀνθυπατεύεται

쌍수 ἀνθυπατεύεσθον

ἀνθυπατεύεσθον

복수 ἀνθυπατευόμεθα

ἀνθυπατεύεσθε

ἀνθυπατεύονται

접속법단수 ἀνθυπατεύωμαι

ἀνθυπατεύῃ

ἀνθυπατεύηται

쌍수 ἀνθυπατεύησθον

ἀνθυπατεύησθον

복수 ἀνθυπατευώμεθα

ἀνθυπατεύησθε

ἀνθυπατεύωνται

기원법단수 ἀνθυπατευοίμην

ἀνθυπατεύοιο

ἀνθυπατεύοιτο

쌍수 ἀνθυπατεύοισθον

ἀνθυπατευοίσθην

복수 ἀνθυπατευοίμεθα

ἀνθυπατεύοισθε

ἀνθυπατεύοιντο

명령법단수 ἀνθυπατεύου

ἀνθυπατευέσθω

쌍수 ἀνθυπατεύεσθον

ἀνθυπατευέσθων

복수 ἀνθυπατεύεσθε

ἀνθυπατευέσθων, ἀνθυπατευέσθωσαν

부정사 ἀνθυπατεύεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνθυπατευομενος

ἀνθυπατευομενου

ἀνθυπατευομενη

ἀνθυπατευομενης

ἀνθυπατευομενον

ἀνθυπατευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION