Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνθοκομέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνθοκομέω

Structure: ἀνθοκομέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from a)nqoko/mos

Sense

  1. to produce flowers

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθοκομῶ ἀνθοκομεῖς ἀνθοκομεῖ
Dual ἀνθοκομεῖτον ἀνθοκομεῖτον
Plural ἀνθοκομοῦμεν ἀνθοκομεῖτε ἀνθοκομοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἀνθοκομῶ ἀνθοκομῇς ἀνθοκομῇ
Dual ἀνθοκομῆτον ἀνθοκομῆτον
Plural ἀνθοκομῶμεν ἀνθοκομῆτε ἀνθοκομῶσιν*
OptativeSingular ἀνθοκομοῖμι ἀνθοκομοῖς ἀνθοκομοῖ
Dual ἀνθοκομοῖτον ἀνθοκομοίτην
Plural ἀνθοκομοῖμεν ἀνθοκομοῖτε ἀνθοκομοῖεν
ImperativeSingular ἀνθοκόμει ἀνθοκομείτω
Dual ἀνθοκομεῖτον ἀνθοκομείτων
Plural ἀνθοκομεῖτε ἀνθοκομούντων, ἀνθοκομείτωσαν
Infinitive ἀνθοκομεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθοκομων ἀνθοκομουντος ἀνθοκομουσα ἀνθοκομουσης ἀνθοκομουν ἀνθοκομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθοκομοῦμαι ἀνθοκομεῖ, ἀνθοκομῇ ἀνθοκομεῖται
Dual ἀνθοκομεῖσθον ἀνθοκομεῖσθον
Plural ἀνθοκομούμεθα ἀνθοκομεῖσθε ἀνθοκομοῦνται
SubjunctiveSingular ἀνθοκομῶμαι ἀνθοκομῇ ἀνθοκομῆται
Dual ἀνθοκομῆσθον ἀνθοκομῆσθον
Plural ἀνθοκομώμεθα ἀνθοκομῆσθε ἀνθοκομῶνται
OptativeSingular ἀνθοκομοίμην ἀνθοκομοῖο ἀνθοκομοῖτο
Dual ἀνθοκομοῖσθον ἀνθοκομοίσθην
Plural ἀνθοκομοίμεθα ἀνθοκομοῖσθε ἀνθοκομοῖντο
ImperativeSingular ἀνθοκομοῦ ἀνθοκομείσθω
Dual ἀνθοκομεῖσθον ἀνθοκομείσθων
Plural ἀνθοκομεῖσθε ἀνθοκομείσθων, ἀνθοκομείσθωσαν
Infinitive ἀνθοκομεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθοκομουμενος ἀνθοκομουμενου ἀνθοκομουμενη ἀνθοκομουμενης ἀνθοκομουμενον ἀνθοκομουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀνθ’ ὧν σὺ πρηεῖα κατὰ κροτάφου πολιοῖο κεῖσο, καὶ εἰαρινὰσ ἀνθοκόμει βοτάνασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 321 1:1)

Synonyms

  1. to produce flowers

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION