Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνδριαντοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνδριαντοποιέω

Structure: ἀνδριαντοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from a)ndriantopoio/s

Sense

  1. to make statues

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνδριαντοποίω ἀνδριαντοποίεις ἀνδριαντοποίει
Dual ἀνδριαντοποίειτον ἀνδριαντοποίειτον
Plural ἀνδριαντοποίουμεν ἀνδριαντοποίειτε ἀνδριαντοποίουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνδριαντοποίω ἀνδριαντοποίῃς ἀνδριαντοποίῃ
Dual ἀνδριαντοποίητον ἀνδριαντοποίητον
Plural ἀνδριαντοποίωμεν ἀνδριαντοποίητε ἀνδριαντοποίωσιν*
OptativeSingular ἀνδριαντοποίοιμι ἀνδριαντοποίοις ἀνδριαντοποίοι
Dual ἀνδριαντοποίοιτον ἀνδριαντοποιοίτην
Plural ἀνδριαντοποίοιμεν ἀνδριαντοποίοιτε ἀνδριαντοποίοιεν
ImperativeSingular ἀνδριαντοποῖει ἀνδριαντοποιεῖτω
Dual ἀνδριαντοποίειτον ἀνδριαντοποιεῖτων
Plural ἀνδριαντοποίειτε ἀνδριαντοποιοῦντων, ἀνδριαντοποιεῖτωσαν
Infinitive ἀνδριαντοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνδριαντοποιων ἀνδριαντοποιουντος ἀνδριαντοποιουσα ἀνδριαντοποιουσης ἀνδριαντοποιουν ἀνδριαντοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνδριαντοποίουμαι ἀνδριαντοποίει, ἀνδριαντοποίῃ ἀνδριαντοποίειται
Dual ἀνδριαντοποίεισθον ἀνδριαντοποίεισθον
Plural ἀνδριαντοποιοῦμεθα ἀνδριαντοποίεισθε ἀνδριαντοποίουνται
SubjunctiveSingular ἀνδριαντοποίωμαι ἀνδριαντοποίῃ ἀνδριαντοποίηται
Dual ἀνδριαντοποίησθον ἀνδριαντοποίησθον
Plural ἀνδριαντοποιώμεθα ἀνδριαντοποίησθε ἀνδριαντοποίωνται
OptativeSingular ἀνδριαντοποιοίμην ἀνδριαντοποίοιο ἀνδριαντοποίοιτο
Dual ἀνδριαντοποίοισθον ἀνδριαντοποιοίσθην
Plural ἀνδριαντοποιοίμεθα ἀνδριαντοποίοισθε ἀνδριαντοποίοιντο
ImperativeSingular ἀνδριαντοποίου ἀνδριαντοποιεῖσθω
Dual ἀνδριαντοποίεισθον ἀνδριαντοποιεῖσθων
Plural ἀνδριαντοποίεισθε ἀνδριαντοποιεῖσθων, ἀνδριαντοποιεῖσθωσαν
Infinitive ἀνδριαντοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνδριαντοποιουμενος ἀνδριαντοποιουμενου ἀνδριαντοποιουμενη ἀνδριαντοποιουμενης ἀνδριαντοποιουμενον ἀνδριαντοποιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make statues

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION