Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνδραποδώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνδραποδώδης ἀνδραποδώδες

Structure: ἀνδραποδωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. slavish, servile, abject

Examples

  • τὰσ ἀτάκτουσ καὶ ἀνδραποδώδεισ ἡδονὰσ ἑαυτοὺσ κρημνίσωσι, τότε δὴ μεταμέλονται τὴν τῶν τέκνων προδεδωκότεσ παιδείαν, ὅτ’ οὐδὲν ὄφελοσ, τοῖσ ἐκείνων ἀδικήμασιν ἀδημονοῦντεσ. (Plutarch, De liberis educandis, section 7 19:1)
  • "τὰ γὰρ δελεάζοντα τοὺσ ἀνδραποδώδεισ τῶν ἐλευθέρων ἀλλότρια. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 24 1:4)
  • "τοὺσ ἀνδραγαθίαν ἀσκοῦντασ τὰσ τοιαύτασ λιχνείασ οὐχ ἁρμόζει προσίεσθαι τὰ γὰρ δελεάζοντα τοὺσ ἀνδραποδώδεισ τῶν ἐλευθέρων ἀλλότρια. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 24 3:1)
  • διὸ καὶ οἱ ἀνδραποδώδεισ καὶ φαῦλοι καὶ ἀφιλότιμοι οὐ νεμεσητικοί· (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 9 15:2)
  • οἱ μὲν οὖν πολλοὶ παντελῶσ ἀνδραποδώδεισ φαίνονται βοσκημάτων βίον προαιρούμενοι, τυγχάνουσι δὲ λόγου διὰ τὸ πολλοὺσ τῶν ἐν ταῖσ ἐξουσίαισ ὁμοιοπαθεῖν Σαρδαναπάλλῳ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 27:3)

Synonyms

  1. slavish

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION