헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνασκολοπίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνασκολοπίζω

형태분석: ἀνα (접두사) + σκολοπίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: The middle future form a)naskolopiou=mai has a passive meaning.

  1. to fix on a pole or stake, impale

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκολοπίζω

ἀνασκολοπίζεις

ἀνασκολοπίζει

쌍수 ἀνασκολοπίζετον

ἀνασκολοπίζετον

복수 ἀνασκολοπίζομεν

ἀνασκολοπίζετε

ἀνασκολοπίζουσιν*

접속법단수 ἀνασκολοπίζω

ἀνασκολοπίζῃς

ἀνασκολοπίζῃ

쌍수 ἀνασκολοπίζητον

ἀνασκολοπίζητον

복수 ἀνασκολοπίζωμεν

ἀνασκολοπίζητε

ἀνασκολοπίζωσιν*

기원법단수 ἀνασκολοπίζοιμι

ἀνασκολοπίζοις

ἀνασκολοπίζοι

쌍수 ἀνασκολοπίζοιτον

ἀνασκολοπιζοίτην

복수 ἀνασκολοπίζοιμεν

ἀνασκολοπίζοιτε

ἀνασκολοπίζοιεν

명령법단수 ἀνασκολόπιζε

ἀνασκολοπιζέτω

쌍수 ἀνασκολοπίζετον

ἀνασκολοπιζέτων

복수 ἀνασκολοπίζετε

ἀνασκολοπιζόντων, ἀνασκολοπιζέτωσαν

부정사 ἀνασκολοπίζειν

분사 남성여성중성
ἀνασκολοπιζων

ἀνασκολοπιζοντος

ἀνασκολοπιζουσα

ἀνασκολοπιζουσης

ἀνασκολοπιζον

ἀνασκολοπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκολοπίζομαι

ἀνασκολοπίζει, ἀνασκολοπίζῃ

ἀνασκολοπίζεται

쌍수 ἀνασκολοπίζεσθον

ἀνασκολοπίζεσθον

복수 ἀνασκολοπιζόμεθα

ἀνασκολοπίζεσθε

ἀνασκολοπίζονται

접속법단수 ἀνασκολοπίζωμαι

ἀνασκολοπίζῃ

ἀνασκολοπίζηται

쌍수 ἀνασκολοπίζησθον

ἀνασκολοπίζησθον

복수 ἀνασκολοπιζώμεθα

ἀνασκολοπίζησθε

ἀνασκολοπίζωνται

기원법단수 ἀνασκολοπιζοίμην

ἀνασκολοπίζοιο

ἀνασκολοπίζοιτο

쌍수 ἀνασκολοπίζοισθον

ἀνασκολοπιζοίσθην

복수 ἀνασκολοπιζοίμεθα

ἀνασκολοπίζοισθε

ἀνασκολοπίζοιντο

명령법단수 ἀνασκολοπίζου

ἀνασκολοπιζέσθω

쌍수 ἀνασκολοπίζεσθον

ἀνασκολοπιζέσθων

복수 ἀνασκολοπίζεσθε

ἀνασκολοπιζέσθων, ἀνασκολοπιζέσθωσαν

부정사 ἀνασκολοπίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνασκολοπιζομενος

ἀνασκολοπιζομενου

ἀνασκολοπιζομενη

ἀνασκολοπιζομενης

ἀνασκολοπιζομενον

ἀνασκολοπιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καῖε αὐτούσ, ὦ βελτίστη, καὶ τὰσ κεφαλὰσ ἀπότεμνε καὶ ἀνασκολόπιζε, ὡσ εἰδῶσιν ἄνθρωποι ὄντεσ· (Lucian, Contemplantes, (no name) 14:8)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 14:8)

  • τῷ γάρ τούτου σώματί φασι τοὺσ τυράννουσ ἀκολουθήσαντασ καὶ μιμησαμένουσ αὐτοῦ τὸ πλάσμα ἔπειτα σχήματι τοιούτῳ ξύλα τεκτήναντασ ἀνθρώπουσ ἀνασκολοπίζειν ἐπ’ αὐτά· (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 12:4)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 12:4)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION