헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναθεματίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναθεματίζω

형태분석: ἀναθεματίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from a)na/qema

  1. 묶다, 바치다, 헌신하다, 얽다
  2. 맹세하다
  1. to devote, to bind, by a curse
  2. to swear

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναθεματίζω

(나는) 묶는다

ἀναθεματίζεις

(너는) 묶는다

ἀναθεματίζει

(그는) 묶는다

쌍수 ἀναθεματίζετον

(너희 둘은) 묶는다

ἀναθεματίζετον

(그 둘은) 묶는다

복수 ἀναθεματίζομεν

(우리는) 묶는다

ἀναθεματίζετε

(너희는) 묶는다

ἀναθεματίζουσιν*

(그들은) 묶는다

접속법단수 ἀναθεματίζω

(나는) 묶자

ἀναθεματίζῃς

(너는) 묶자

ἀναθεματίζῃ

(그는) 묶자

쌍수 ἀναθεματίζητον

(너희 둘은) 묶자

ἀναθεματίζητον

(그 둘은) 묶자

복수 ἀναθεματίζωμεν

(우리는) 묶자

ἀναθεματίζητε

(너희는) 묶자

ἀναθεματίζωσιν*

(그들은) 묶자

기원법단수 ἀναθεματίζοιμι

(나는) 묶기를 (바라다)

ἀναθεματίζοις

(너는) 묶기를 (바라다)

ἀναθεματίζοι

(그는) 묶기를 (바라다)

쌍수 ἀναθεματίζοιτον

(너희 둘은) 묶기를 (바라다)

ἀναθεματιζοίτην

(그 둘은) 묶기를 (바라다)

복수 ἀναθεματίζοιμεν

(우리는) 묶기를 (바라다)

ἀναθεματίζοιτε

(너희는) 묶기를 (바라다)

ἀναθεματίζοιεν

(그들은) 묶기를 (바라다)

명령법단수 ἀναθεμάτιζε

(너는) 묶어라

ἀναθεματιζέτω

(그는) 묶어라

쌍수 ἀναθεματίζετον

(너희 둘은) 묶어라

ἀναθεματιζέτων

(그 둘은) 묶어라

복수 ἀναθεματίζετε

(너희는) 묶어라

ἀναθεματιζόντων, ἀναθεματιζέτωσαν

(그들은) 묶어라

부정사 ἀναθεματίζειν

묶는 것

분사 남성여성중성
ἀναθεματιζων

ἀναθεματιζοντος

ἀναθεματιζουσα

ἀναθεματιζουσης

ἀναθεματιζον

ἀναθεματιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναθεματίζομαι

(나는) 묶어진다

ἀναθεματίζει, ἀναθεματίζῃ

(너는) 묶어진다

ἀναθεματίζεται

(그는) 묶어진다

쌍수 ἀναθεματίζεσθον

(너희 둘은) 묶어진다

ἀναθεματίζεσθον

(그 둘은) 묶어진다

복수 ἀναθεματιζόμεθα

(우리는) 묶어진다

ἀναθεματίζεσθε

(너희는) 묶어진다

ἀναθεματίζονται

(그들은) 묶어진다

접속법단수 ἀναθεματίζωμαι

(나는) 묶어지자

ἀναθεματίζῃ

(너는) 묶어지자

ἀναθεματίζηται

(그는) 묶어지자

쌍수 ἀναθεματίζησθον

(너희 둘은) 묶어지자

ἀναθεματίζησθον

(그 둘은) 묶어지자

복수 ἀναθεματιζώμεθα

(우리는) 묶어지자

ἀναθεματίζησθε

(너희는) 묶어지자

ἀναθεματίζωνται

(그들은) 묶어지자

기원법단수 ἀναθεματιζοίμην

(나는) 묶어지기를 (바라다)

ἀναθεματίζοιο

(너는) 묶어지기를 (바라다)

ἀναθεματίζοιτο

(그는) 묶어지기를 (바라다)

쌍수 ἀναθεματίζοισθον

(너희 둘은) 묶어지기를 (바라다)

ἀναθεματιζοίσθην

(그 둘은) 묶어지기를 (바라다)

복수 ἀναθεματιζοίμεθα

(우리는) 묶어지기를 (바라다)

ἀναθεματίζοισθε

(너희는) 묶어지기를 (바라다)

ἀναθεματίζοιντο

(그들은) 묶어지기를 (바라다)

명령법단수 ἀναθεματίζου

(너는) 묶어져라

ἀναθεματιζέσθω

(그는) 묶어져라

쌍수 ἀναθεματίζεσθον

(너희 둘은) 묶어져라

ἀναθεματιζέσθων

(그 둘은) 묶어져라

복수 ἀναθεματίζεσθε

(너희는) 묶어져라

ἀναθεματιζέσθων, ἀναθεματιζέσθωσαν

(그들은) 묶어져라

부정사 ἀναθεματίζεσθαι

묶어지는 것

분사 남성여성중성
ἀναθεματιζομενος

ἀναθεματιζομενου

ἀναθεματιζομενη

ἀναθεματιζομενης

ἀναθεματιζομενον

ἀναθεματιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠναθεμάτιζον

(나는) 묶고 있었다

ἠναθεμάτιζες

(너는) 묶고 있었다

ἠναθεμάτιζεν*

(그는) 묶고 있었다

쌍수 ἠναθεματίζετον

(너희 둘은) 묶고 있었다

ἠναθεματιζέτην

(그 둘은) 묶고 있었다

복수 ἠναθεματίζομεν

(우리는) 묶고 있었다

ἠναθεματίζετε

(너희는) 묶고 있었다

ἠναθεμάτιζον

(그들은) 묶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠναθεματιζόμην

(나는) 묶어지고 있었다

ἠναθεματίζου

(너는) 묶어지고 있었다

ἠναθεματίζετο

(그는) 묶어지고 있었다

쌍수 ἠναθεματίζεσθον

(너희 둘은) 묶어지고 있었다

ἠναθεματιζέσθην

(그 둘은) 묶어지고 있었다

복수 ἠναθεματιζόμεθα

(우리는) 묶어지고 있었다

ἠναθεματίζεσθε

(너희는) 묶어지고 있었다

ἠναθεματίζοντο

(그들은) 묶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. (, chapter 10 262:1)

    (, chapter 10 262:1)

유의어

  1. 맹세하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION