고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀναλογητικός ἀναλογητική ἀναλογητικόν
Structure: ἀναλογητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀναλογητικός | ἀναλογητική | ἀναλογητικόν |
Genitive | ἀναλογητικοῦ | ἀναλογητικῆς | ἀναλογητικοῦ | |
Dative | ἀναλογητικῷ | ἀναλογητικῇ | ἀναλογητικῷ | |
Accusative | ἀναλογητικόν | ἀναλογητικήν | ἀναλογητικόν | |
Vocative | ἀναλογητικέ | ἀναλογητική | ἀναλογητικόν | |
Dual | N/A/V | ἀναλογητικώ | ἀναλογητικᾱ́ | ἀναλογητικώ |
G/D | ἀναλογητικοῖν | ἀναλογητικαῖν | ἀναλογητικοῖν | |
Plural | Nominative | ἀναλογητικοί | ἀναλογητικαί | ἀναλογητικά |
Genitive | ἀναλογητικῶν | ἀναλογητικῶν | ἀναλογητικῶν | |
Dative | ἀναλογητικοῖς | ἀναλογητικαῖς | ἀναλογητικοῖς | |
Accusative | ἀναλογητικούς | ἀναλογητικᾱ́ς | ἀναλογητικά | |
Vocative | ἀναλογητικοί | ἀναλογητικαί | ἀναλογητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀναλογητικός ἀναλογητικοῦ | ἀναλογητικότερος ἀναλογητικοτεροῦ | ἀναλογητικότατος ἀναλογητικοτατοῦ |
Adverb | ἀναλογητικώς | ἀναλογητικότερον | ἀναλογητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기